Η Φλώρινα είναι μια πόλη που συμπαθώ ιδιαίτερα. Γι αυτό η πρόοδος της Σχολής Καλών Τεχνών μου δίνει ξεχωριστή χαρά και ικανοποίηση. Άλλωστε η πόλη αυτή είναι φτιαγμένη για να φιλοξενεί ζωγράφους… Όχι μόνο υπαιθριστές και τοπιογράφους. Να φιλοξενεί ζωγράφους που αναζητούν αφορμές για έμπνευση και δουλειά…
Ανέβηκα για να χαρώ κι εγώ και να απολαύσω τη μαγεία της παρουσίασης των πτυχιακών εκθέσεων. Σε μια πόλη σαν τη Φλώρινα οι πτυχιακές γίνονται πανηγύρι τέχνης. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο – ακόμη και στα γύρω χωριά- θα υπάρχει κάποια αφίσα να σε καλεί σε μια έκθεση. Χρόνο και αντοχές να έχεις.
Εκθέσεις στους πιο απίθανους, αλλά χαρακτηριστικούς χώρους: Στο υπόγειο ενός ναού, σ’ ένα εγκαταλειμμένο καφενείο, στα παλιά σφαγεία, στο θερμαντήριο των τρένων, σε ένα σπίτι κάπου στην ερημιά, στα παλιά κρατητήρια της ασφάλειας, σε μια σοφίτα, στην ακροποταμιά, σε ένα ξυλουργείο, σε ιατρεία και σε διαδρόμους του νοσοκομείου. Τα πανέμορφα -και πολλά ετοιμόρροπα για προφανείς λόγους- νεοκλασικά και παραδοσιακά σπίτια της Φλώρινας γνώρισαν ξανά τη χαρά της ζωής και μάλιστα τη χαρά που χαρίζει η τέχνη.
Εβδομήντα δύο νέοι καλλιτέχνες παρουσίασαν τις εκθέσεις τους∙ τη δουλειά τους, το ταλέντο τους. Κυρίως όμως παρουσίασαν την αγάπη τους γι αυτό που επέλεξαν και τις ελπίδες τους για το δύσκολο δρόμο που υπόσχεται η τέχνη.
Σ’ αυτές τις εκθέσεις δεν μπαίνεις με επιείκεια για το νέο καλλιτέχνη, μπαίνεις με αγάπη για να μοιραστείς το όνειρό του.
Είναι ονειρικό να ακούς ένα νέο άνθρωπο να σου εξηγεί ποια ανάγκη δημιουργίας ξεπηδά από μέσα του, να σου αποκαλύπτει το καταφύγιο της σκέψης του, να σου μιλά για τις πηγές των ονείρων του.
Το Art22 παρουσιάζει σήμερα ένα μεγάλο τμήμα των εκθέσεων κι ας όψεται το κλείσιμο των Τραπεζών που διέκοψε άρον – άρον την παραμονή μας στη Φλώρινα.
Οι νέοι καλλιτέχνες που εξέθεσαν τις πτυχιακές τους εργασίες είναι οι:
1ο Εργαστήριο Ζωγραφικής (καθηγητής Γιάννης Ζιώγας)
Βασιλούδη Ευτυχία, Ζαμπούνη Ελένη, Θεοδώρογλου Άννα-Μαρία, Κυριτόπουλος-Νίνας Χρήστος, Λαϊνά Σύλβια, Μακρή-Παπανικολάου Παναγιώτα, Μέριανος Γεώργιος, Μιντιούρη Μαρία, Παναγιωτίδου Χριστίνα, Περδικάρη Παναγιώτα, Ράμμος Ηλίας, Ρούσσου Αγνή, Λιούκρας Τσαμκόσογλου Άννα, Τσολαρίδης Λάζαρος, Χασιώτης Ευγένιος, Χρυσοχοϊδης Κωνσταντίνος
2ο Εργαστήριο Ζωγραφικής (Καθηγητής Γιάννης Καστρίτσης)
Caridha Pirro, Αερανοπούλου Ευδοξία, Βλασιάδης Γιάννης, Διαμάντης Χρήστος, Θαλασσινού-Παπαϊωάνου, Κεβρεκίδου Σοφία, Κεσίδου Ελένη, Μηλιτσοπούλου Αναστασία, Μιχαηλίδου Θεοδώρα, Μνατσακανιάν Ειρήνη, Νόση Ευγενία, Παναγιωτάκης Γεώργιος, Παπαμιχαήλ Αγγελική, Πολυχρονόπουλος Νικόλαος, Ρέβη Ιωάννα, Σαραντόπουλος Αριστείδης, Σιδεράδη Αρετη, Σκουρτσίδης Παναγιώτης, Τόπακας Νικόλαος, Τσιγάλογλου Άννα, Φλωριάν-Φλωριανού Μαρία
3ο Εργαστήριο Ζωγραφικής (Καθηγητής Χάρης Κοντοσφύρης)
Αγγελόπουλος Βασίλειος, Αθανασιάδου Ευαγγελία, Αλεξίου Γεωργία, Αρβανιτίδου Αθανασία , Γκίτσα Χριστίνα, Γκρίζη Αφροδίτη, Δήμογλου Μαρία, Διαμαντάκης Στυλιανός, Ζαχαρόπουλος Οδυσσέας, Θεοδώρου Ευαγγελία, Ιωαννίδης Αβέτκ, Καλοκύρη Χρυσοβαλάντου-Μαρία, Καρακάντζου Θεώνη, Κεραμιδά Αγάπη, Κούκκος Εμμανουήλ, Κωνσταντινοπούλου Βασιλική, Λαμπροπούλου Αικατερίνη, Μπλιούμης Χρήστος, Ξυνέλη Χρυσούλα, Παπαγρηγορίου Χριστίνα, Παπαδόπουλος Δημήτριος, Περικλείδου Βασιλική, Πουγαρίδης Χρήστος, Ρήμος Αργύριος, Σαμαρά Άννα-Μαρία, Σαμουηλίδου Βασιλική, Σκουρτης Χρήστος, Σπίνουλα Σπυριδούλα, Τασχουνίδου Σοφία Τζάνη Χριστίνα, Ζωγράφος Θωμάς
Εργαστήριο Γλυπτικής (Καθηγητής Έκτωρ Παπαδάκης)
Αρβανιτάκη Θέκλα, Ζηπέλα Ζωή, Μάτας Νικολαος, Παπαηλίου Βασιλική, Τσιμπλίδου Εμορφίλη
Ευαγγελία Αθανασιάδου, Όντα και Κύβοι
Ως ένα διάλογο μεταξύ χώρου και τόπου μας συστήνει τον κύβο της η Ευαγγελία Αθανασιάδη, καθώς μας προτρέπει να εισέλθουμε στην εγκατάσταση της: ένα Κύβος με τις έξι εσωτερικές πλευρές του επενδυμένες με καθρέφτες. Μία έμπνευση από τις πλατωνικές διδαχές για τη νεαρή καλλιτέχνιδα. Κι εμεί μέσα στον κύβο με τους καθρέφτες συναντάμε τον Πλωτίνο που -όπως και έτερος νεοπλατωνιστής οΠρόκλος– ορίζει την αναγωγή του πνεύματος στον εαυτό του ως επιστροφή και τον παρομοιάζει σαν ένα καθρέφτη που καθρεφτίζεται σε έναν άλλο καθρέφτη και είναι η αντανάκλαση πνεύματος στον εαυτόν του. Ο Θωμάς Ακινάτης είχε μιλήσει για το reflection (αντανάκλαση) ενώ ο Ντεκάρτ εισηγήθηκε την ανασκοπική λειτουργία της συνείδησης ως το μέσο εκείνο με το οποίο μπορεί ο καθένας μας να βεβαιωθεί για την ύπαρξη του εαυτού του.
Η Ευαγγελία Αθανασιάδη τεκμηριώνει την εγκατάστασή της ως εξής: «Η πτυχιακή αποτελεί την υλοποίηση μιας πρότασης στο πεδίο της ανθρώπινης νοημοσύνης. Με γνώμονα το αισθητό-νοητό, το πεδίο που ανοίγεται αφορά την αντίληψη των όντων [ανθρώπινων].
Επιλέγοντας τον κύβο από τα Πλατωνικά στερεά, γεννιέται μια συνθήκη: ο χώρος σε συνάρτηση με τα όντα. Ο Πλάτωνας διατυπώνει τη διαφοροποίηση μεταξύ δύο μορφών ‘’πραγματικότητας’’: της φαινομενικής και της πραγματικότητας των ιδεών. Αντίστοιχα η σύγχρονη φυσική περιγράφει την τέταρτη διάσταση, η οποία δεν είναι επαρκώς αντιληπτή μέσω των αισθήσεων. Ερευνάται το διπολικό σχήμα νοητού- αισθητού στο πεδίο της αντίληψης της 4ης διάστασης ,του χωροχρόνου.Ο κύβος ως σύμβολο του εγκλωβισμού, η θέαση της ιδέας του χωροχρόνου και τα όντα ως σημεία. Ένας διάλογος μεταξύ χώρου και τόπου».
Η νεαρή καλλιτέχνιδα μιλώντας για την εγκατάσταση της μας είπε ότι αναζητά την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνος σχετικά με το αισθητό και το νοητό. «Ο κύβος είναι κατ’ εξοχή σύμβολο του εγκλωβισμού και ο θεατής νιώθει και εγκλωβισμένος και απεγκλωβισμένος. Έρχεται σε αναμέτρηση με το χώρο που ξεδιπλώνεται μέσω των καθρεφτών και έχει τη δυνατότητα της θέασης μέσα στο χώρο ως σημείο τον εαυτόν του. Αν και η επιστήμη υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κενός χώρος, ο θεατής βάσει των αισθήσεων αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει κενός χώρος».
Να εκφράσει παρά να αφηγηθεί, να προκαλέσει παρά να πληροφορήσει, να ενεργοποιήσει παρά να εντυπωσιάσει. Αυτός μοιάζει να είναι ο άμεσος και διαχρονικός στόχος της ζωγράφου Ευαγγελίας Θεοδώρου που βρίσκει τον τρόπο να ανοίξει το δικό της παράθυρο να δούμε το γεμάτο πόνο και απόγνωση πρόσωπο της Παλαιστίνης.
Η νεαρή καλλιτέχνιδα βρέθηκε στην Παλαιστίνη σε πρόσφατη επίσκεψη με τον καθηγητή της Δημοσθένη Αβραμίδη. Η χώρα της κατοχής, της ορφάνιας, του πόνου, ήταν επόμενο να κινητοποιήσει τις ευαισθησίες της και να γεννήσει έκφραση και δημιουργία.
Η Ευαγγελία Θεοδώρου για την έκθεση της σημειώνει: «Ξεχασμένα πρόσωπα μέσα σε κορνίζες που οι ρυτίδες δημιουργούν φυλακές και σύνορα που έχουν υψωθεί ανάμεσα στην Παλαιστίνη και τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα σε τοίχους φθαρμένους, όνειρα και αγωνίες που επιζητούν εξιλέωση. Τοίχους που προσδοκούν την επιστροφή.
Εκεί που ο χρόνος και τα κλειδιά παύουν να ψάχνουν διέξοδο, σε ένα κόσμο που η δικαίωση λυτρώνει τις ασπρόμαυρες ανυποψίαστες φιγούρες του ξεριζωμού. Γκρεμισμένες αναμνήσεις, χωμένες σε τρύπιες βαλίτσες και σκόνη να καταδιώκει την απελευθερωτική λύτρωση. Λύτρωση ψάχνουν αυτά τα γερασμένα όνειρα που έμειναν ορφανά από πατρίδα και ελπίδα. Πόση δύναμη να κρύβει ένα πρόσωπο κρυμμένο, χωμένο σε μια ασπρόμαυρη κορνίζα μέσα σε γκρεμισμένους τοίχους που συνεχίζει να αναζητά τη λύτρωση της χαμένης πατρίδας, σε ένα κόσμο που ξεριζώνει ανθρώπινες ψυχές και τις κρύβει σε βαλίτσες. Ψάχνω την πατρίδα μου, μαζί με το ρυτιδωμένο πρόσωπο συνεχίζω να αναζητώ τη δικαίωση».
Θυμίζουμε ότι τον περασμένο Απρίλιο τριάντα δύο φοιτητές της Φλώρινας ταξίδεψαν στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη, μεταξύ Ιεριχούς και Νεκράς Θάλασσας, για να δημιουργήσουν, σε συνεργασία με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, έναν νέο ψηφιδωτό χάρτη των Αγίων Τόπων. Περίπου 15 αιώνες μετά την κατασκευή του αυθεντικού χάρτη, που σώζεται στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου της Ιορδανίας, η ομάδα των φοιτητών δούλεψε όπως οι παλιοί τεχνίτες και δημιούργησε ένα καινούργιο μνημείο.
Μια εγκατάσταση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε σε ένα ισόγειο γιαπί του κέντρου της πόλης οΧρήστος Σκούρτης. Η πρώτη απορία έρχεται από το άρωμα καραμέλας που δεσπόζει στο χώρο. Γλυπτικές κατασκευές στις σκαλωσιές που ξέμειναν στο χώρο περιμένουν την ερμηνεία τού επισκέπτη που βλέπει ως πρώτη ύλη της όλης εγκατάστασης να έχει χρησιμοποιηθεί η ζάχαρη. Η καμένη ζάχαρη που έχει μετατραπεί σε καραμέλα, η οποία με τη σειρά της χρησιμοποιείται ως γλυπτικό υλικό. Μικρές ανθρώπινες φιγούρες, αφηρημένα σχέδια που μοιάζουν να λιώνουν. Μνημείο υπό κατάρρευση, μνήμη υπό κατάρρευση, χρόνος υπό κατάρρευση;
Ο Χρήστος Σκούρτης τεκμηριώνει ως εξής την παρουσίαση του:
«Ο χρόνος όπως τον αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι δεν έχει καμία σχέση με το χρόνο της φυσικής. Ελέγχουμε καθημερινά το ρολόι μας για να αντιληφθούμε τη χρονική στιγμή και να οργανώσουμε τη μέρα μας. Συνήθως λέμε ότι ο χρόνος τρέχει αλλά στην ουσία δεν ρέει, αυτό που εξελίσσεται είναι η δομή των αντικειμένων δίνοντας στον άνθρωπο την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει μια μονοδιάστατη κίνηση προς τα εμπρός. Βέβαια το ερώτημα παραμένει πως ο άνθρωπος βιώνει αυτό που ονομάζεται χρόνος, πως τον αντιλαμβάνεται και πως συμμετέχει.
Ο ίδιος χρόνος αντίστοιχα μπορεί να… επιμηκυνθεί ή να… συρρικνωθεί και με άλλους τρόπους. Φαίνεται ότι επιβραδύνεται όταν φοβόμαστε, όταν περνάμε μια δυσάρεστη κατάσταση, όταν περιμένουμε το λεωφορείο ενώ “κυλά σαν νερό” όταν διασκεδάζουμε, όταν βρισκόμαστε σε μια ευχάριστη συναισθηματική κατάσταση.
Ο χρόνος φαίνεται να περνά πιο γρήγορα όσο γερνάμε. Βέβαια υπάρχουν περιπτώσει που ο χρόνος ούτε διαστέλλεται ούτε συστέλλεται απλά μένει στάσιμος. Είναι τότε που δεν εξελίσσεται τίποτα και δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική αλλαγή, καμιά δραστηριότητα, απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Αυτό συναντάται κυρίως στον τομέα της εργασίας. Το αίσθημα της ανίας που το προκαλούν οι μονότονες επαναληπτικές εργασίες, όπως ορισμένες εργασίες γραφείου και ιδιαίτερα οι περισσότερες βιομηχανικές, όπως εργασίες ροής, δημιουργεί στον εργαζόμενο την εντύπωση ότι η ώρα δεν περνάει πράγμα που επηρεάζει την ψυχική διάθεση και το ζωτικό τόνο του ατόμου, το ρυθμό και τη στάση του απέναντι στην εργασία, καθώς και τον τρόπο που επικοινωνεί με το περιβάλλον του.
Ίσως πάνω σε αυτή τη λογική της ανίας στηρίζεται και η άποψη ότι κάθε εικόνα καινούργια που βλέπουμε νομίζουμε ότι η διάρκεια τηςε είναι και μεγαλύτερη. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι όταν ένα άτομο εκθέτει σε νέα δεδομένα, εικόνες ή καταστάσεις έχει την τάση να αποτυπώνει όλες τις λεπτομέρειες αυτών των καινούργιων συνθηκών που βρίσκεται. Όταν πάλι εκτεθεί σε συνηθισμένες καταστάσεις ή εικόνες για τον ίδιο χρόνο που παρατήρησε τις νέες θα έχει την αίσθηση ότι η έκθεση του στις νέες διήρκησε περισσότερο. Μες άλλα λόγια ο εγκέφαλος όταν αποτυπώνει νέα δεδομένα καταναλώνει περισσότερη ενέργεια και δίνει την αίσθηση στο άτομο ότι ο χρόνος κυλάει πιο αργά.
Αυτή η παρατήρηση ίσως βοηθά στο να εξηγηθεί και το γιατί ο χρόνος επιταχύνεται καθώς γερνάμε. Για τα παιδιά τα πάντα είναι καινούργια με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να επεξεργάζεται τεράστιες ποσότητες πληροφορίας σχετικά με τον κόσμο. Καθώς γερνάμε όμως και ο εγκέφαλος μας έχει μάθει πια τους κανόνες του κόσμου, σταματά να καταγράφει τόσες πληροφορίες. Αυτό ίσως μαρτυρεί ότι μπορούμε να παρατείνουμε τη ζωή μας π[προσπαθώντας να χωρέσουμε μέσα της όσο περισσότερες και διασκεδαστικότερες εμπειρίες μπορούμε. Το πρόβλημα είναι να … βρούμε το χρόνο».
Από την πρώτη της επίσημη ατομική έκθεση η Χριστίνα Τζάνη επιλέγει να σοκάρει και να ευαισθητοποιήσει. Το τεράστιο πρόβλημα της κακοποίησης παιδιών είναι αυτό που την συγκλονίζει κι αυτή με τη σειρά της αποπειράται να μεταφέρει, να μεταδώσει τα συναισθήματα της τους θεατές.
Η έκθεση «Όνειδος» στεγάζεται στα παλιά δημοτικά σφαγεία της Φλώρινας. Τόπο σημαδεμένο από πόνο και αίμα.
Ανήμπορα ζώα μπροστά στη θάνατο, ανήμπορα παιδιά μπροστά στην ανθρώπινη σκληρότητα. Οι ζωγραφιές της είναι κλεισμένες στον ίδιο χώρο όπου κλειδώνονταν τα ζώα μέχρι να σφαγιαστούν. Η έκθεση εκτείνεται σε εννέα χώρους, μικρούς στάβλους. Κάθε χώρος συμβολίζει ένα μήνα της κύησης. Για κάποια παιδιά όμως η γέννηση είναι θάνατος.
Η ένταση και ο πόνος του αίματος σχεδόν σε κάθε πίνακα. Ο όγκος του πόνου αδυσώπητος. Η κακοποίηση δεν σταματά στη συγκεκριμένη πράξη. Συνοδεύει το θύμα για μια ζωή. Έχει να παλέψει με τη βία, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, τη δυστυχία. Να διαχειριστεί τις ανοιχτές πληγές. Στο τέλος της διαδρομής, όπου η ανθρώπινη σκληρότητα αποκαλύπτεται – όσο κι αν η καλλιτέχνιδα δίνει ψήγματα ελπίδας και παρηγορίας- έχουμε μια διαφορετική εικόνα με μια απόπειρα κινούμενης ζωγραφικής. Μια εντυπωσιακή τεχνικά και καλλιτεχνικά παρουσίαση, που όμως σταματά εκεί στον ένατο στάβλο. Απέξω περιμένουν οι πληγές που αιμορραγούν…
Για την έκθεση της η Χριστίνα Τζάνη αναφέρει: « Η τεράστια δύναμη της εικόνας συνωμοτεί στη δημιουργία συγκινήσεων παρουσιάζοντας έργα που απεικονίζουν παιδιά.
Η παιδική κακοποίηση υπήρχε κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας σε όλες τις κοινωνίες, απαξιώνοντας με τη κακομεταχείριση τη παιδική ηλικία. Η φυσική αδυναμία του παιδιού και η απόλυτη εξάρτησή του από ένα ενήλικα, το καθιστά εύκολο θύμα.
Τα έργα απεικονίζουν κυρίως κορίτσια με βλέμμα απολιθωμένο, μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Το λευκό άκτιστο φόντο δηλώνει τη κίνηση και έρχεται σε αντίθεση με τις παγωμένες και συνεπώς ακίνητες χρονικά μορφές με τα απολιθωμένα βλέμματα και τη σκοτεινή αύρα.
Τα έντονα και δυνατά κόκκινα περιγράφουν τη στιγμή της ανθρώπινης απόγνωσης και της σωματικής διάβρωσης σε αντίθεση με τα ψυχρά χρώματα που δηλώνουν την ανυπαρξία ζωής και επικαλύπτουν κάτι φρικτό που υπερισχύει η αδιαφορία και η πικρία.
Το φωτοστέφανο με το εξάλφα συμβολίζει τη γονιμότητα και την αρμονία όλων των αντιθέτων και συνεπώς και των χρωμάτων αλλά και την ελπίδα για τη ζωή.
Μέσα από το κεντρικό σημείο του κύκλου ξεπροβάλλει η ανθρώπινη μορφή σε γκρι τόνους στα έργα που έχουν χρησιμοποιηθεί μελάνια και στα έργα με υλικά τα λάδια, εμφανίζεταιαντίστροφα από το γκρι η μορφή με χρώματα.
Ο χώρος έχοντας τη δική του ιστορία, υποδέχεται τα βλέμματα των τραυματισμένων παιδιών συνδέοντας τη πέτρινη υφή των τοίχων με τα μορφικά στοιχεία της ύλης του έργου, όπως της άμμου, που βρίσκονται πάνω στην επιφάνεια των έργων.
Ίχνη της κράτησης των ζώων υπάρχουν στους ενδοιάμεσους τοίχους όπου βρίσκονται κρίκοι και κομμένα σχοινιά. Τα εννιά δωμάτια συμβολίζουν την ολοκλήρωση ενός κύκλου, την κρίση και τη δίκη.
Η αισθητική απόλαυση των χρωμάτων στην εικόνα του πόνου ενισχύει τη δημιουργία ενοχής του θεατή πάνω στην απάθεια που είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας, απέναντι στα άσχημα γεγονότα, προκαλώντας του σύγχυση».
Λύπη, θυμός, χαρά, φόβος, απέχθεια, έκπληξη είναι μερικά από τα συναισθήματα που «διαβάζει» ο επισκέπτης που πρωτομπαίνει στην έκθεση του Δημήτρη Παπαδόπουλου.
Εικοσιπέντε μικρού μεγέθους λάδια, τέσσερα μολύβια και ένα χαρακτικό συγκροτούν τα πορτρέτα – προθήκη συναισθημάτων. Ο καλλιτέχνης μελέτησε το μηχανισμό των συναισθημάτων από νευρολογικής ή ψυχολογικής πλευράς και στη συνέχεια προσπάθησε να καταγράψει όπως αυτά εκδηλώνονται στο ανθρώπινο πρόσωπο.
Η έκφραση λέει ο Δημήτρης Παπαδόπουλος υποδεικνύεται με διάφορες συμπεριφορές όπως χειρονομίες, τόνος της φωνής, και στάσης του σώματος. Το πρόσωπο όμως έχει τη δυνατότητα μεγάλης ποικιλίας λεπτών προτύπων κινήσεων. Ο Δαρβίνος υποστήριξε ότι τουλάχιστον ορισμένες εκφράσεις του προσώπου είναι γενετικά προκαθορισμένες στον άνθρωπο και αναγνωρίζονται από άτομα προερχόμενα από τελείως διαφορετικούς πολιτισμούς.
Η έκφραση του προσώπου διαμορφώνεται από ένα σύνολο σημάτων που δημιουργούν κυρίως οι μύες. Στα σήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται το σχήμα και ο προσανατολισμός του προσώπου, και γενικότερα της κεφαλής και φυσικά η θέση, η κίνηση των διαφόρων οργάνων και στοιχείων του προσώπου μάτια, στόμα, φρύδια κοκ.
Στη λύπη τα εξωτερικά σημεία των φρυδιών κάμπτονται προς τα πάνω. Τα μάτια είναι ελαφρώς κλειστά, το στόμα είναι χαλαρό. Στο θυμό τα εσωτερικά σημεία των φρυδιών τραβιούνται προς τα κάτω μαζί, τα μάτια είναι ανοιχτά, τα χείλια πιέζονται ενώ στη χαρά τα φρύδια είναι χαλαρωμένα το στόμα είναι ανοιχτό και οι στοματικές γωνίες τραβιούνται προς τα αυτιά… Είναι μερικές μόνο από τις εκφράσεις που παρουσιάζει στην έκθεση του ο Δημήτρης Παπαδόπουλος.
Αυτή η μικροκαμωμένη Αρμενοπούλα κρύβει μέσα της τόσο πάθος και ενέργεια για τη δουλειά της που σε συγκινεί και σε εντυπωσιάζει. Είχα δει δουλειά της σε δυο ομαδικές στον Τεχνοχώρο και είχα παρατηρήσει πόσο στους επισκέπτες ξεχώριζαν κάποια από τα έργα της . Έτσι με μεγάλη περιέργεια ανηφόρισα στο εγκαταλειμμένο φλωρινιώτικο σπίτι που στέγασε την πτυχιακή της «Η μνήμη που χαράζει». Κι ήταν έτσι όπως τα περίμενα. Μια δουλειά υπέροχη, ευαίσθητη με μηνύματα που συγκινούν και ταρακουνούν. Κυρίως μια δουλειά με πολύ προβληματισμό και αξιοζήλευτη έρευνα από τη νεαρή καλλιτέχνιδα.
Η Ειρήνη Μνατσακανιάν συνεχίζει την παράδοση των Αρμένιων καλλιτεχνών που εμπνέονται και δημιουργούν κουβαλώντας τις μνήμες μιας ταλαιπωρημένης πατρίδας και ενός ολοκαυτώματος.
«Ποιοι είμαστε και ποιοι διαλέγουμε να είμαστε τελικά; Είμαστε αυτό που θέλουμε ή έτσι να μάθουμε, γιατί έτσι διαμορφωθήκαμε μέσα στο χρόνο. Μπορούμε να αφήσουμε πίσω στις ρίζες μας, την οικογένεια και τις συνθήκες που μας μορφοποίησαν και να δώσουμε μια ευκαιρία στον εαυτό μας να ξαναμεγαλώσει το παιδί που έχουμε μέσα μας.
Στην πραγματικότητα φοβόμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι με το «εγώ» μας, να συνομιλήσουμε μαζί του και να αλλάξουμε αυτά που μας καθόριζαν μέχρι σήμερα. Από παιδιά υιοθετούμε αυτά που βλέπουμε και διδαχτήκαμε, τα πρέπει, τα όχι, τα θέλω που εντέλει φτιάχνουν την προσωπικότητα μας. Όμως αλήθεια πόσο δικά μας είναι όλα αυτά;
Όταν έρθεις πραγματικά κοντά στον εαυτό σου και τον αντικρίζεις τρομάζεις με αυτά που ανακαλύπτεις αντιλαμβάνεσαι ότι όντως ναι εσύ τα είπες εσύ τα έκανες εσύ τα ένιωσες. Δεν μπορείς πια να τα προσάψεις σε κανέναν παρά μόνο να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου.
Κατά πόσο όμως ορίζει η καταγωγή την ταυτότητα μας; Ο διωγμός η προσφυγιά, η μνήμη, η χώρα προέλευσης η γλώσσα και κάθε τι το διαφορετικό που δεν είναι εύκολα αποδεκτό καθόριζε τη μέχρι τώρα ύπαρξη μου.
Η ξενοφοβία, η περιθωριοποίηση και η αδυναμία του ανθρώπου να αποδεχτεί το διαφορετικό είναι αποτέλεσμα της κοινωνίας, της οικογένειας και του περίγυρου μέσα στο οποίο μεγαλώσαμε, γεγονός που έχει αντίκτυπο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας μας.
Η ταυτότητα μας όμως καθορίζεται από εμάς από τη στιγμή που ορίζουμε την ύπαρξη μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί ο καθένας από μας είναι διαφορετικός αλλά και όλοι είναι ίδιοι.
Άρχισα λοιπόν να βλέπω και να απελευθερώνω το εγώ μου να αποδέχομαι τη διαφορετικότητα μου και να αναδιαμορφώνω την προσωπικότητα μου αναθεωρώντας τον κόσμο που γνώριζα ως τότε.
Το ταξίδι αυτό ξεκίνησε μέσα από την αναζήτηση των προγόνων μου, της ιστορίας και της γενεαλογίας μου που μέχρι τότε αγνοούσα. Έμαθα την ιστορία του πολύπαθου λαού μου και διέκρινα μέσα από ένα ιστορικό γεγονός πώς διαμορφώθηκε η ιστορία των προγόνων μας.
Η αρμενική γενοκτονία που συνέβη το 1915 ήταν μια οργανωμένη εγκληματική ενέργεια που σκοπό είχε τον αφανισμό του αρμενικού έθνους από το νεοτουρκικό κράτος.
… Από την αναδρομή στο παρελθόν και στο γενεαλογικό δένδρο παρατήρησα κάποια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που κληροδοτήθηκαν μέσω γονιδίων, όπως επίσης και κάποια άλλα χαρακτηριστικά που ασυνείδητα έχουμε από τους προγόνους μας.
Παρατηρώντας μια παλιά φωτογραφία το αντιλήφθηκα. Απόρησα με τα αισθήματα που μου γέννησε. Πως μπορούσα να αγαπήσω έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα, πως μέσα στο βλέμμα του έβλεπα κάτι δικό μου, πως ένιωθα τον πόνο του χωρίς να έχω βιώσει τις ίδιες καταστάσεις. Τα ερωτήματα αυτά με οδήγησαν στη ψυχογεονολογία.
…Η απόφαση μου να εκθέσω σε σπίτι οδηγήθηκε από την εξής παρομοίωση. Το σπίτι μας η πρώτη μας γη, η πρώτη μας πατρίδα όπως το έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας του είναι ασφαλές και προστατευμένο έτσι κι εμείς εκεί είμαστε προστατευμένοι και ασφαλείς.
Όσο και αν μεγαλώσουμε αυτό παραμένει το καταφύγιο μας, ακριβώς όπως στην πατρίδα μας, μπορούμε να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα, να μας καταλάβουν, να μας αποδεχτούν ευκολότερα και να νιώθουμε ότι κάπου ανήκουμε.
Κυρίως σ’ αυτό το σπίτι που τα ίχνη του μού μαρτυρούσαν μια ιστορία και οι τοίχοι του μού γεννούσαν μνήμες από τις ζωές που πέρασαν από εδώ.
Κατακλυσμένη λοιπόν από την ενέργεια και τα συναισθήματα που ένιωσα, αποφάσισα να δημιουργήσω μια ιστορία επανατοποθετώντας την οικογένεια εκεί που ανήκει. Μπαίνοντας σε αυτό το σπίτι γίνομαι κάτοικος της, βάζω τον εαυτόν μου, την οικογένεια μου και τους προγόνους μου εκεί.
Έτσι το σπίτι αυτό κατοικείται ξανά και γίνεται μια μικρή πατρίδα. Ο διωγμός της οικογένειας από το σπίτι γίνεται ο διωγμός του λαού μου, της οικογένειας μου και ο δικός μου…»
Μορφή και ύλη. Η παρουσία ενός έργου στο χωροχρονικό της περιβάλλον Η φόρμα κι αυτό που ξεχύνεται γύρω της. Πόσα ερωτηματικά μπορούν να γεννηθούν στη δημιουργία μιας ζωγραφικής επιφάνειας; Μέχρι που εκτείνεται ο τρισδιάστατος χρόνος ενός έργου; Όλες οι προσεγγίσεις συνδυάζονται και αλληλοεπηρεάζονται.
Μ’ αυτές τις σκέψεις – ερωτήσεις βρισκόμαστε απέναντι από τις δημιουργίες της Μαρίας Μιντιούρη στην πτυχιακή της έκθεση Shapes..
«Δουλεύοντας πάντα σε προκαθορισμένες επιφάνειες, στα πλαίσια της αφαίρεσης και του φορμαλισμού, όπου η ζωγραφική ήταν τελείως αποκομμένη από τη σχέση πλαισίου – περιεχομένου υπήρξε μια ανάγκη για κατανόησης αυτής της αλληλεπίδρασης. Ένα νέο αποτέλεσμα στο οποίο εσωτερικό και εξωτερικό πλαίσιο- επιφάνεια- περιεχόμενο θα είναι σε πλήρη συνομιλία.
Σχεδόν αυτοματοποιημένα, τόσα χρόνια, η θεματική πλαισιώνεται σε ορθογώνια και τετράγωνα τελάρα χωρίς να γίνεται αντιληπτή η χρησιμότητα του πλαισίου – τελάρου. Αντίθετα θα μπορούσε κανείς να πει, ότι αυτά είναι τελείως άχρηστα. Πώς το τελάρο – πλαίσιο προσδιορίζει το περιεχόμενο και πώς το περιεχόμενο προσδιορίζει το τελάρο; Θα μπορούσε να υπάρξει έργο χωρίς πλαίσιο, εσωτερικό χωρίς εξωτερικό. Πώς το περιεχόμενο να έρχεται σε συνάρτηση με το εξωτερικό πλαίσιο.
Τρεις ενότητες διαχέονται στο χώρο, ένα υλικό, διαφορετικές προσεγγίσεις.
Μια εγκατάσταση βαθειά στοχαστική παρουσιάζει σε εγκαταλειμμένο σπίτι στο κέντρο της πόλης η Βάσω Κωνσταντοπούλου. Προσπαθεί να διεισδύσει στο βάθος της ανθρώπινης συνείδησης και να αντιμετωπίσει το ανθρώπινο εγώ. Να φωτίσει τους φόβους, τις αγωνίες, τις κρυφές επιθυμίες, που κρύβει κάθε ανθρώπινη ψυχή. Ο άνθρωπος ηρεμεί και ολοκληρώνεται ψυχολογικά όταν αποκτήσει και κατανοήσει μια ολοκληρωμένη ταυτότητα. ‘Όταν βλέποντας τον καθρέφτη του δεν βλέπει ένα εαυτό «εκεί έξω», αλλά ένα εγώ που μέσα από μια κάθαρση μπορεί να ταυτισθεί με τα είδωλο και να αναγνωρίσει την ψυχή του.
Η εγκατάσταση της Βάσως έχει δυο ενότητες, η μία αφορά ένα «παιχνίδι» με τις σκιές που μας κατατρύχουν και η άλλη φέρνει το άτομο – υποκείμενο αντιμέτωπο με τον καθρέφτη του.
Η ίδια η καλλιτέχνιδα μας παρουσιάζει όλο το σκεπτικό της έκθεσης της: «Το Εγώ δεν είναι κυρίαρχο στο ίδιο του το σπίτι» (s.freud)
«Οι έντονοι ρυθμοί της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου αναμφίβολα επηρεάζουν την ψυχολογική υπόσταση του εγώ. Τα τελευταία χρόνια, που είναι ολοένα και πιο απαιτητικά, ενώ παράλληλα είναι τόσο αβέβαια,μεγιστοποιούν την ανθρώπινη ευαισθησία, βοηθούν στην ανάπτυξη πολλαπλών ψυχικών διαταραχών και οδηγούν τον άνθρωπο στην αποξένωση του εγώ.
Πώς είναι δυνατόν μεμονωμένα στοιχεία, κάποια ίσως σημαντικά, κάποια ίσως όχι τόσο, να μεγεθύνονται σε τέτοιο βαθμό, που να φτάνουν στο σημείο να στοιχειώνουν τον άνθρωπο και να επιτείνουν τον ψυχικό πόνο του εγώ;
Και όμως αποτελεί πραγματικότητα. Η ανθρώπινη ψυχή υφίσταται τη φθορά που της προκαλούν είτε η ένταση της ζωής είτε ο φόβος για την αντιμετώπισή της. Αυτή τη συναισθηματική φθορά του εγώ και το αυξημένο συναισθηματικό βάρος , θέλησα να αποδώσω μέσω της σκιάς, αφού είναι κοινά αποδεκτό πως στο μυαλό ενός ανθρώπου η σκιά είναι συνδεδεμένη ως φόβος, αγωνία και γενικά ως κάτι κακό.
Σχεδόν έχουμε διδαχθεί να φοβόμαστε τη σκιερή πλευρά της ζωής και τη σκιερή πλευρά του εαυτού μας.
Συνήθως όλοι προσπαθούν να αγνοήσουν ή να απωθήσουν αυτήν την πλευρά, όμως η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως κάθε φορά που τρέπεται κανείς σε φυγή μπροστά στις προσωπικές σκιές του εγώ, απλώς επιτείνει τη δύναμή τους.
Είναι γεγονός πως ο καθένας φοβάται αυτό που θα ανακαλύψει αν κοιτάξει μες στον εαυτό του και έτσι προτιμά να ανακυκλώνεται συναισθηματικά παρά να αντιμετωπίσει τις σκοτεινές πτυχές του εγώ. Εντούτοις,ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί ο φόβος που κρατά δέσμιους τους ανθρώπους,είναι η δύναμη που φέρνει το φως.
Αυτό καλείται να κάνει ο καθένας….. Να έρθει αντιμέτωπος με το ίδιο του το εγώ.
“Ο καθρέφτης με τη συγκλονιστική του αποτύπωση, καθιστά τον άνθρωπο κέντρο του σύμπαντος… Εμπρός στο φάσμα του εαυτού του απέναντι στο φροϋδικό «υπερεγώ», υπερτροφικό και καθολικό δεν μπορεί να σταθεί τίποτα άλλο”.
Έχει έρθει πια η στιγμή να αναζητήσει τον εαυτό του μέσω της αντανάκλασης και με την ελπίδα και την καθαρότητα που προσφέρει το φως.
Εξάλλου αν δεν χάσει κανείς τον εαυτό του δεν θα μπει στην διαδικασία να τον αναζητήσει και ίσως να ανακαλύψει μια διαφορετική εσωτερική αλήθεια του εγώ.
Και θεωρώ πως πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο τρόπος που σε αντιμετωπίζει η ζωή είναι ένας ανελέητος καθρέφτης του τρόπου που εσύ αντιμετωπίζεις τη ζωή».
Η θεματική της Αφροδίτης Γκρίζη έχει σχέση με την ενδομήτρια ζωή, την γέννηση, αλλά και την αναγέννηση του νου και της ψυχής.
Η ζωή αρχίζει σ’ ένα σύμπαν τρυφερό,εύθραυστο και παράλληλα άγριο. Το έμβρυο αιωρείται στο ενδομήτριο περιβάλλον σε έναν παράδεισο συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης. Και όταν έρχεται η στιγμή της γέννησης η μήτρα ματώνει και συγχρόνως ολοκληρώνεται. Ο τοκετός είναι μια στιγμή εξαιρετική μια εκπληκτική επαφή σώμα με σώμα, μια θαυμάσια συνουσία αναφέρει ο Τοματίς. Μέσα στην μήτρα το έμβρυο ζούσε όπως ο βασιλιάς στο παλάτι του και ξαφνικά το περιβάλλον του αλλάζει σχήμα και διαστάσεις. Ενώ πριν μπορούσε να αγγίζει τα τοιχώματα του κόσμου του, τώρα δεν γνωρίζει τα όριά του.
Ο εσωτερικός και εξωτερικός κόσμος η θέληση και η μοίρα είναι στην πραγματικότητα αλληλένδετα. Κάθε όριο είναι μια αρχή αλλά και τέλος. Η γέννηση είναι το τέλος της ενδομήτριας ζωής και η αρχή μιας άλλης στον πραγματικό κόσμο. Η αξιοποίηση του εξωτερικού κόσμου δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από την ποιότητα του εσωτερικού. Το έμβρυο αφήνει το σφαιρικό σχήμα της μήτρας για να βρεθεί ξαφνικά σε ένα ορθογώνιο περιβάλλον. Η κούνια του το δωμάτιο του το σπίτι και το σχολείο του αργότερα έχουν γωνίες, σκληρά τοιχώματα παντού.
Ο άνθρωπος σαν ένα μέρος προσδιορισμένο, εξαρτημένο, επηρεασμένο και διαμορφωμένο με εξωτερικές επιδράσεις είναι αναγκασμένο ν’ αντιλαμβάνεται και να γνωρίζει τη σχετική πραγματικότητα.
Η πτυχιακή εργασία μου χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα παρουσιάστηκε στο ιδιωτικό ιατρείο του μαιευτήρα Λάζαρου Λαβασίδη και η δεύτερη στο δημόσιο νοσοκομείο της Φλώρινας στο τμήμα της μαιευτικής. Ήταν μια προσπάθεια να ερευνηθεί η σύνδεση της τέχνης με την κοινωνία, αλλά και την επιστήμη. Στόχος ήταν να τοποθετηθούν έργα σ’ ένα πλαίσιο που δεν περιορίζεται από τις συμβάσεις που θέτουν τα μουσεία, οι συλλέκτες, οι αίθουσες τέχνης. Διερευνούνται οι έννοιες του χώρου σε σχέση με τον χρόνο, η αλληλεπίδραση του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου και η σύνδεση με την εξέλιξη της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο χώρο του ιατρείου παρουσιάστηκαν έργα – κατασκευές σε πλέξιγκλας και ζωγραφική πάνω σε βαμβακερό ύφασμα. Ζωγραφική σε μετάξι και σχέδιο σε ριζόχαρτο αποτελούν δυο επίπεδα μέσα σε κουτιά πλεξιγκλάς τα οποία δεν περιορίζουν τα έργα άλλα αντίθετα τ’ αφήνουν χωρίς όρια να αλληλεπιδράσουν με το χώρο. Ο θεατής πλησιάζοντας ανακαλύπτει κρυμμένες εικόνες λόγω της διαφάνειας του μεταξιού.
Κάποια έργα εκτέθηκαν εκεί για ένα περίπου χρόνο με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό αλλά και την έρευνα της σχέσης του έργου τέχνης με τον περιβάλλοντα χώρο. Έγινε επίσης μία προσπάθεια να κατανοηθεί η σχέση του ανθρώπου με το χώρο μέσω ερωτηματολογίου. Έξι σχετικές ερωτήσεις τέθηκαν στο κοινό που επισκέπτονταν το ιατρείο.
Στην μαιευτική κλινική του νοσοκομείου παρουσιάστηκαν ζωγραφικά έργα σε μετάξι και έργα που δημιουργήθηκαν με τη συμμετοχή του προσωπικού της, και των ιατρών γυναικολόγων Λάζαρου Λαβασίδη, Γιάννη Κοσκοσά και Γρηγόρη Δούκα. ´Ολοι αυτοί ενεργοποιήθηκαν για να αποτυπώσουν σε χαρτί πλακούντες από διάφορους τοκετούς και να ενσωματωθούν στο δικό μου έργο. Ο πλακούντας είναι το όργανο που γεννιέται στα τοιχώματα της μήτρας και επιτρέπει στο έμβρυο την πρόσληψηθρεπτικών συστατικών, εξαλείφει τα απόβλητα, προστατεύει από λοιμώξεις και παρέχει οξυγόνο μέσω του αίματος της μητέρας. Είχε εξέχουσα θέση σε τελετουργικά ήθη και έθιμα ως σύμβολο ασφάλειας και φροντίδας για διάφορους λαούς. Η εικόνα του παραδείσου θυμίζει τη ζωή μέσα στην κοιλιά όπου υπάρχουν τροφή και προστασία, χωρίς να κάνει κανείς τίποτε γι’ αυτό.
Συλλέχθηκαν είκοσι περίπου αποτυπώματα και εννέα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν. Κατασκευάστηκαν κουτιά πλεξιγκλάς, τοποθετήθηκαν στο πίσω μέρος και η εξωτερική επιφάνεια χαράχτηκε για να δημιουργηθεί έτσι ένα δεύτερο επίπεδο που αλληλεπιδρά με το πρώτο. Το αίμα της μητέρας είναι η πρώτη ύλη δόμησης του παιδιού μέσω του πλακούντα. Αποτυπώματα του οργάνου, που συνέδεε έμβρυα με το πρώτο περιβάλλον της ζωής, είναι η πρωτη ύλη δόμησης των έργων που παρουσιάζονται στην μαιευτική κλινική.
Το εσωτερικό περνά στο εξωτερικό. Από τον ιδιωτικό μητρικό χωρο η ύπαρξη μεταβαίνει στο δημόσιο περιβάλλον.
Το σύνολο των έργων που απαρτίζουν την “Νέκυια” περιγράφουν τον κάτω κόσμο, τον κόσμο των νεκρών, μέσα από ένα σύνολο συμβολισμών από διαφορετικές θρησκείες και έχοντας ως βάση την κάθοδο του Οδυσσέα στο ομώνυμο κεφάλαιο της Οδύσσειας (Νέκυια, ραψωδία Λ). Με την ένωση των συμβόλων διαφορετικών θρησκειών και την τέλεση τελετουργικών από διαφορετικές θρησκείες καταλήγω στην δημιουργία ενός ιερού προς τον θάνατο ως παγκόσμια θεότητα και όχι ως έννοια ή κατάσταση. Η κατάρριψη των θεϊκών μορφών και προτύπων από οποιαδήποτε θρησκεία και η ανάδειξη του ίδιου του θανάτου ως κάτι το απτό, γίνεται μέσα από την χρήση νεκρών όντων, χριστιανικών, αιγυπτιακών, μασονικών και βουδιστικών συμβόλων και εννοιών, και τέλος σαμανιστικών και πρωτόγονων τελετουργιών, όπου με αυτό τον τρόπο ενώνω τις θρησκείες στο σημείο μηδέν που είναι ο θάνατος, μέσα από μια λατρεία που αναγεννά τις αρχαίες λατρείες προς τον θάνατο. Μέσα από ένα πολύ-πολιτισμικό θρησκευτικό πρίσμα δημιουργείται μία πολυμορφική λατρεία προς τον θάνατο και όχι προς μια πατριαρχική θρησκευτική φιγούρα, μετατρέποντας τον εαυτό μου ως μεσάζοντα και προσκυνητή.
Βασική επιρροή για το έργο είναι ο μύθος της καθόδου του Οδυσσέα και ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης καθώς και της ιδέα της μεταθανάτιας ζωής όπως αυτή μπορεί να αποδοθεί σε ένα πολύ-πολιτισμικό αστικό κέντρο, ο κλαυσίγελος, το πένθος, το μοιρολόι, και τέλος η ίδια η περιγραφή του κάτω κόσμου όπως γίνεται στην Οδύσσεια η οποία συσχετίζεται εύκολα με εικόνες αστικού τοπίου του σήμερα: «νύφες, νεαρά παλικάρια, κατεστραμμένοι γέροντες και κορίτσια τόσο τρυφερά, που είχαν ματωμένη την καρδιά από το μεγάλο, πρόωρο πένθος». Η αποτύπωση όλων αυτών έγινε με βάση τους συμβολισμούς που υπάρχουν ήδη στις θρησκείες και τις λαϊκές δοξασίες. Λευκό χρώμα ως σύμβολο θανάτου και μαύρο για το πένθος, οστά για την νεκρή ύλη και την νέκρωση του σώματος, πτηνά για το πνεύμα, ασβέστης και χώμα και στάχτη ως η ύλη στην οποία μετατρέπεται το νεκρό σώμα μετά την ταφή. Οι πίνακες έχουν στηθεί και μετρηθεί πάνω στα σύμβολα τους και κάθε σημείο τους μεταφράζει τις έννοιες σε απτές συνθήκες.
Οι πέντε πίνακες μικτής τεχνικής που το απαρτίζουν απεικονίζουν τέσσερεις θεούς του κάτω κόσμου, από το αρχαίο ελληνικό πάνθεον και έναν κατώτερο θεό, τον Ύπνο. Η απόδοση τους γίνεται με χρήση συμβόλων διαφορετικών θρησκειών (άλλες φορές γραμμικών και άλλες φορές απτών) ενώ οι βασικές τους μορφές είναι αποδομένες πάνω στα δικά τους σύμβολα (θρησκευτικά, εννοιολογικά και αστρολογικά). Δίνοντας μεγαλύτερη βάση στις ιστορίες των ίδιων των χθόνιων θεών, δημιουργώ τις ανεικονικές τους “προσωπογραφίες”. Τέλος το μουσικό κομμάτι περιγράφει την κάθοδο του Οδυσσέα μέσα από μη μελωδικούς αλλά περιγραφικούς ήχους. Αποδίδοντας τις πέντε αυτές φιγούρες με μία εκλαϊκευμένη σειρά όμοια με εκείνη των ιερών στους ναούς των ορθόδοξων χριστιανικών εκκλησιών και μέσα από διαφορετικές διαδικασίες και τεχνικές οι οποίες ξεφεύγουν από εκείνες της ζωγραφικής και παρεμβαίνουν σε εκείνες του ανάγλυφου, του κολλάζ, και της μουσικής, παραδίδω εν τέλη ένα ολοκληρωμένο αστικό “ιερό”, κρυφό από το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων, ένα μέρος για την λατρεία στον θάνατο.
Με βασικά υλικά την παραφίνη, τον ασβέστη και το σώμα, και επιρροές από τον Μεσσία του Gore Vidal, την θεωρεία της Μετάπραξης του Γιάννη Χρήστου, τα ονειρικά ταξίδια του Carlos Castaneda, την περιγραφή τελετουργιών στα βιβλία του William Burroughs, την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη και το τελετουργικό για την είσοδο του, αποδίδω το ιερό αυτό ως ένα μέρος μεταμοντέρνας λατρείας προς τον θάνατο, αποστειρώνοντας τον φόβο, την νοσηρότητα και την αποστροφή που υπάρχει στο πρόσωπο αυτού, ενώ παράλληλα μέσα από τα ζωγραφικά αυτά πεδία που αναπαριστούν τις θεότητες, υπάρχει και η ιστορία της κλοπής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.
Βασισμένος στον μετά-μοντερνισμό και στην περιγραφή και τον σχολιασμό ενός θέματος από το οποίο έχουν καταπιαστεί πολλοί μοντέρνοι εικαστικοί με κύριο εκπρόσωπο τον Damien Hirst, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του Γιάννη Σπυρόπουλου και του Jasper Johns, και θεωρίες και συμβολισμούς όμοιους με του Richard Serra και του Cai Guo-Qiang και ακολουθώντας την θεωρία της Μετάπραξης του Γιάννη Χρήστου, δίνω στον θεατή με ιερό τρόπο την άμεση επικοινωνία με αυτό που φοβάται και αποφεύγει περισσότερο. Ο τρόπος και το μέσο είναι μέσα από την μύθο της κλοπής της Περσεφόνης και ταυτόχρονα της κατάβασης του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο.
Σε ένα από τους διαδρόμους του ΕΠΑΛ Φλώρινας η Αγάπη Κεραμιδά αποτυπώνει με μεγάλες Graffiti δημιουργίες μια εικόνα και ατμόσφαιρα street art. Ο κόσμος του κόμικ προσφιλής και αυτονόητος καθώς όπως ή ίδια μας λέει το concept βασίζεται στην έννοια του θαυματοποιού. Του θαυματοποιού και όχι του θαύματος – γιατί θαύματα δεν υπάρχουν-, του θαυματοποιού και όχι του μάγου, γιατί ο θαυματοποιός κάνει τρικ ενώ ο μάγος ή έχει υπερφυσικές δυνάμεις ή εξαπατά. Ο θαυματοποιός του Τατί ήταν ένας ρομαντικός και λίγο Δον Κιχώτης, παγιδευμένος στο ψέμα του όπου παγίδευσε και την Αλίς. Οι καρτουνίστικες φιγούρες που βλέπουμε στους τοίχους της έκθεσης πιθανόν έχουν να κάνουν με το «θαυματοποιό» του Τατί, όπως τον είδε ο Σιλβέν Σομέ στην animation έκδοση.
Είτε έχουμε τον κινηματογραφικό θαυματοποιό είτε έναν θαυματοποιό που ανακαλύπτει η καλλιτέχνιδα, ηΑγάπη Κεραμιδά έχει την πίστη και το πάθος της θαυματοποιού. Πριν δώσουμε το λόγο στην καλλιτέχνιδα να διευκρινίσουμε ότι τα κείμενα ανάμεσα στις ζωγραφιές υπήρχαν στον τοίχο, ήταν γραμμένα από φοιτητές και η Αγάπη Κεραμιδά θέλησε να τα κρατήσει σαν συνθετικό στοιχείο.
«Η τεχνική βασίζεται στη street art στοιχεία από κόμικ, γραφιστικά, έντονα χρώματα. Απευθύνομαι στους νέους τους συνομηλίκους μου, σε όλα αυτά που αφορούν στη γενιά μου. Πιστεύω στην καλή πλευρά του ανθρώπου, σε αυτά που μπορώ να οικοδομήσω, σε αυτά που μπορώ να βελτιώσω. Πιστεύω ότι μπορούμε να παλέψουμε για κάτι καλύτερο αρκεί να πιστέψουμε. Να πιστέψουμε σε κάτι, να έχουμε κίνητρο. Το κίνητρο για μένα είναι η πίστη και το θαύμα θα πραγματοποιηθεί εφόσον υπάρχει πίστη.
Όσο έχει να κάνει με το concept όλα είναι εκ του νου, με τη φαντασία μου. Σίγουρα βγάζω φωτογραφίες καθημερινά, αλλά ξεκινάω να δουλεύω τελείως ελεύθερα με μαρκαδόρους ακρυλικούς, με σπρέι και μου δημιουργείται μια κατάσταση που σταδιακά με βοηθά να τα βάλω όλα σε μια τάξη. Χρησιμοποιώ την τεχνική της street art πάνω σε μουσαμά, γιατί σε μια έκθεση δεν μπορώ να πάρω τον τοίχο μαζί μου.
Πιστεύω ότι πρέπει να αρχίσουμε να ανανεωνόμαστε πολλά πράγματα έχουν φθάσει σε ένα σημείο που δεν υπάρχει παραπέρα. Πιστεύω ότι όλα όσα έγιναν ως τώρα και έγιναν τέλεια δεν πρέπει να με απασχολούν. Πρέπει να εκφραστούμε με κάτι σύγχρονο, μοντέρνο που να εκφράζει τη γενιά μας.
– Ναι αλλά όταν κάτι από το δρόμο μπαίνει στη γκαλερί δεν κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί κομφορμιστικό; Παρατηρούμε.
«Όχι. Όσο εγώ έχω ένα όραμα και το υποστηρίξω. Χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Δεν είναι εύκολο, πριν από την επιτυχία πιθανόν να υπάρξουν αποτυχίες. Αυτό όμως είναι και το στοίχημα, από τις αποτυχίες μου συνεχίζω και επιμένω».
«Ο Παπαλουκάς δεν προτρέπει τρόπο ζωγραφικής, αλλά την έρευνα σε βάθος…» έγραφε ο Δημήτρης Μυταράς. Θαυμαστής του Σπύρου Παπαλουκά, ο Λάζαρος Τσολαρίδης μελετά πειραματίζεται και αποκρυπτογραφεί το έργο του μεγάλου μας ζωγράφου στην προσπάθεια του να κατανοήσει τις τεχνικές του, τον τρόπο σκέψης, την αντιμετώπιση διαφόρων ζητημάτων.
«Έχοντας κατανοήσει τις βασικές δομές της δουλειά του Παπαλουκά, αποφάσισα να κρατήσω την κηλίδα και το ίχνος ως βασικά στοιχεία για τη δουλειά μου» μας εξηγεί ο Λάζαρος Τσολαρίδης.
«Η πλαστική διάφανη μεμβράνη ένα υλικό με πολλές ιδιότητες, έδωσε στη δουλειά μου ώθηση για νέους πειραματισμούς και με οδήγησε σε ιδιαίτερους τρόπους αντίληψης και ζωγραφικής απόδοσης. Η πλαστική διάφανη μεμβράνη ανανέωσε τη δουλειά μου βάζοντας την σε νέες βάσεις. Η χάραξη, το αραιό ή πηχτό χρώμα, τα κενά που αφήνω στη μεμβράνη αχρωμάτιστα για να εκμεταλλευτώ τη διαφάνεια, ο διαχωρισμός του θέματος σε δυο, τρεις ή και περισσότερες διαφάνειες με βάση το φως, τη σκιά ή τα χρώματα, δίνει το αποτέλεσμα ενός έργου τοποθετώντας τις διαφάνειες τη μία πάνω στην άλλη. Το ίχνος και η κηλίδα του Παπαλουκά παραμένουν ως γραφή καθώς η πλαστική διάφανη μεμβράνη επιτρέπει την αφαίρεση χρώματος με χάραξη.
Η τάση προς τον πειραματισμό με διάφορα υλικά και ο συνδυασμός των ιδιοτήτων τους με βοηθούν στο να αποδώσω το θέμα δίνοντας μια αφαιρετική ή πολλές φορές μια αφηρημένη αίσθηση σαν αποτέλεσμα Η ενασχόληση μου με τη γραφιστική για ένα μεγάλο διάστημα μου δίνει τη δυνατότητα να περάσω την έρευνα μου μέσα από το πεδίο του ψηφιακού σχεδιασμού.
Η κηλίδα και το ίχνος που τώρα μέσα από τη δική μου έρευνα και τις δυνατότητες του ψηφιακού σχεδιασμού μεταλλάσσονται σε εικονοστοιχεία (pixel) καταφέρνοντας με το πρόγραμμα photo shop και τις σχεδιαστικές δυνατότητες που προσφέρει να φέρω τη δουλειά του Παπαλουκά από το 1940 στο σήμερα κάνοντας τον επίκαιρο και διαχρονικό. Το τελικό αποτέλεσμα των ψηφιακά επεξεργασμένων θεμάτων για την εργασία μου θα εκτυπωθεί ψηφιακά σε ένα νέο πιο σύγχρονο υλικό από την πλαστική διάφανη μεμβράνη ονομάζεται PVC πολυβινυλοχλωρίδιο (polyvinyl chloride) και είναι διάφανη πλαστική μεμβράνη άριστης ποιότητας με μεγαλύτερη αντοχή και πάχος καθιστώντας την πιο σταθερή και με μεγαλύτερη διαφάνεια από το κοινό πλαστικό του εμπορίου που δούλεψα στα πρώτα μου πειράματα.
Το αστικό τοπίο ως θεματική θα ολοκληρώσει την εργασία μου πετυχαίνοντας τη σύνδεση που αναζητώ σε ότι αφορά την τεχνική δομή και το θεωρητικό κομμάτι στη δουλειά μου. Στα έργα μου είναι φανερή η ένταση και το χάος που υπάρχει στις μεγαλουπόλεις, ο θόρυβος, η αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος, η ηχορύπανση, ο πανικός, η μόλυνση, η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνεται ο αστικός ιστός των πόλεων σε μήκος, πλάτος και ύψος φτάνοντας σε τεράστια μεγέθη ώστε να γίνεται πλέον ορατός από το διάστημα. Η γνώση του ανθρώπου στα μαθηματικά, τη γεωμετρία και τη φυσική, δημιούργησε τεράστιους όγκους οικισμών από μπετόν και ατσάλι μέσα από ένα κολάζ αρχιτεκτονικής σύνθεσης από τα καλλιτεχνικά κινήματα που άνθισαν ανά τους αιώνες.
Οι ταραχώδεις αφηρημένες εικόνες της δουλειάς μου γεμάτες ψηφιακό θόρυβο που μέσα τους προβάλλεται ο αστικός ιστός, αστικοποιούν την πραγματικότητα του σημερινού τοπίου που ζει και εργάζεται ο άνθρωπος και καθρεφτίζουν την ποιότητα ζωής του, κοιτώντας τα έργα διαισθάνεσαι τα καταπιεσμένα συναισθήματα το στρες τη μοναξιά το άγχος την απομόνωση την απόγνωση την κρίση σε όλα τα επίπεδα του βιοτικού επιπέδου του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή.
Πέντε άτομα μπήκαμε στο «σκοτεινό θάλαμο» της Κατερίνας Λαμπροπούλου. Και οι πέντε είχαμε να αφηγηθούμε διαφορετικά συναισθήματα, διαφορετική εμπειρία, διαφορετική προσέγγιση και διαφορετική ερμηνεία, αν και οι όλοι βιώσαμε το ίδιο γεγονός. Η αποστολή του έργου είχε επιτευχθεί. Προσωπικά στην αρχή νόμιζα ότι η καλλιτέχνιδα μας εισάγει σε μια αλληγορία σπηλαίου, στη συνέχεια άρχισα να σκέφτομαι ότι βρίσκομαι στο λαβύρινθο χωρίς το μίτο της Αριάδνης, μετά να φαντάζομαι ότι πιθανόν να βιώνω μια πρόκληση καθόδου στο βάθος της συνείδησης μου ως μια ελευσίνια μύηση, κάποια στιγμή βλέποντας το μάτι μου στο καθρεφτάκι θυμήθηκα τον «τυφλό ωρολογοποιό». Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε μια πλημμύρα από μάτια και βλέμματα. Μάτια και βλέμματα που αναζητούσαν αυτό που η δική τους εγκεφαλική όραση καθόριζε. Εκατοντάδες μάτια, εκατοντάδες βλέμματα, εκατοντάδες ανεξιχνίαστες θεάσεις…
Κατερίνα Λαμπροπούλου εξηγεί την εμπνευσμένη εγκατάσταση της: «Σπινθήρας της θεματικής αποτέλεσε ο τρόπος που σκέφτομαι και λειτουργώ εικαστικά.
Παρατηρώντας το έργο μου αναδύθηκαν συγκεκριμένοι χειρισμοί, όπως η αποκοπή σωματικών σημείων και η ανασύνθεσή τους, οι οποίοι με οδήγησαν στην επιλογή του ορισμού του βλέμματος.
Για αρκετό καιρό ασχολήθηκα με το σημείο και το συμβολισμό των ματιών.
Κάθε φορά, επηρεαζόμενη από την ψυχοσύνθεση του ζωντανού μοντέλου που είχα μπροστά μου, αναλογιζόμουν τις διάφορες εννοιολογικές προβληματικές που προέκυπταν. Έβλεπα στο αποτέλεσμα των έργων μου να αποτυπώνεται η συναισθηματική κατάσταση και ο χαρακτήρας των ανθρώπων μέσω του βλέμματός τους και το αποτυπωμένο κοίταγμά τους. Έτσι ξεκίνησα να συλλέγω βλέμματα.
Με πρώτη αφορμή τη θεωρία του Wassily Kandinsky σχετικά με την κατάσταση αντιστροφής του εσωτερικού σε εξωτερικό παρατηρητή, συνέδεσα τα μάτια με μια συνθήκη εκτός εαυτού παρατήρησης, η οποία αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία δόμησα την κεντρική ιδέα του έργου μου.
Το έργο έχει τη μορφή εγκατάστασης. Ο θεατής επρόκειτο να εισέλθει σε ένα χώρο διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Κάθε χωρικός χειρισμός αποτελεί μια συμβολική χειρονομία που προσθέτει στην κεντρική ιδέα.
Ξεκινώντας, σε κάθε θεατή του έργου, δίνεται ένα ζευγάρι γυαλιών όπου ο φακός που καλύπτει το ένα μάτι φέρει ενσωματωμένο ένα αντιστρεφόμενο καθρέπτη, ο οποίος σου επιτρέπει να έχεις την εικόνα του ματιού σου, ενώ στη θέση του άλλου ματιού ο φακός είναι κενός. Ο θεατής φορώντας τα ειδικά γυαλιά και αφού αποκτήσει μια πρώτη εικόνα του ματιού του, διαπερνά μια σχισμή που σηματοδοτεί την αρχή.
Αμέσως βρίσκεται σε ένα μακρόστενο διάδρομο, όπου το φως αποκλείεται και βαδίζει για αρκετή ώρα στο σκοτάδι. Καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας, ακούγεται ένας ήχος που επενδύει ατμοσφαιρικά τη διαδρομή. Φτάνοντας προς το τέλος της, υπάρχει άλλη μια κάθετη σχισμή, από την οποία ο θεατής εξέρχεται από τον διάδρομο, για να τον τυφλώσει για δευτερόλεπτα το φως ενός παλλόμενου φλας. Μόλις η όρασή του αποκατασταθεί συνειδητοποιεί πως έχει εισέλθει σε ένα χώρο κλειστό και ταυτόχρονα διάφανο, γεμάτο με απεικονίσεις ματιών.
Ο χώρος έχει το σχήμα του κύβου, στις επιφάνειές του έχουν τοποθετηθεί μπροστά και πίσω οι απεικονίσεις των ματιών δημιουργώντας πολυεπιπεδότητα στις πέντε πλευρές του. Ο θεατής κινείται ελεύθερα στο εσωτερικό βλέποντας το μάτι του να είναι ενεργό σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα βλέμματα που τον κατακλύζουν ένα γύρω.
[youtube http://www.youtube.com/watch?v=6fiVc9_e988]
Εξαιτίας του φωτός που βρίσκεται στη πίσω πλευρά του κύβου, αναγκάζεται να πλησιάζει και να περιεργαστεί τα πολλά διαφορετικά βλέμματα. Η πορεία του συνεχίζει όταν το επιλέξει ο ίδιος, προχωρώντας στο διάδρομο της εξόδου που διαφοροποιείται μορφικά από τον προηγούμενο σκοτεινό διάδρομο. Αυτή τη φορά από την σχισμή ο θεατής διακρίνει ένα αμυδρό φως στο βάθος που τον παρακινεί να συνεχίσει. Κατά το βάδισμά του ενώ εξακολουθεί να ακούγεται ο ήχος, συναντά απτικά, καλούπια ματιών από γυψόγαζες που κρέμονται. Τα μάτια σε αυτή τους την εκδοχή είναι κλειστά, ο θεατής περνά μέσα από το πλέγμα που δημιουργούν και πλησιάζει προς το αμυδρό φως, όπου μπορεί να δει πιο καθαρά και να αγγίξει την μορφή τους. Καθώς πλησιάζει προς το τέλος του διαδρόμου τα μάτια πυκνώνουν, ώσπου να φτάσει στη σχισμή της εξόδου.
Το πράσινο του γκαζόν λειτουργεί λυτρωτικά και ανακουφιστικά σ’ ένα σκοτεινό διάδρομο του ΕΠΑΛ Φλώρινας, όπου συναντάμε την εγκατάσταση της Παναγιώτας Μακρή – Παπανικολάου image intosound.
Μεταφέρουμε αποσπάσματα από την πολυσέλιδη και με εντυπωσιακό τρόπο τεκμηρίωση της πτυχιακής της.
«Εικόνα και ήχος συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν, σε μια δημιουργική διαδικασία ανάγνωσης του κόσμου ως ολότητα, ως σταθερά και ρέουσα πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Η παρατήρηση μιας κορυφογραμμής μας ταξιδεύει σε ένα ηχητικό σύμπαν που οι δονήσεις του αγγίζουν τον εσωτερικό μας κόσμο και χρησιμεύουν ως αφετηρία μιας γόνιμης αναζήτησης… Φυσικό και τεχνητά δομημένο περιβάλλον, ορεινοί όγκοι και υλικά οικοδομήματα, ο αρχέγονος παλμός της ύπαρξης μας και οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες, ήχοι που λησμονιούνται και νέα οπτικοακουστικά ευρήματα αναδεικνύουν ερωτήματα…».
Η εικόνα που τόσο με ευχαριστούσε πριν από μερικά λεπτά πήρε τη μορφή οξέος ήχου χαλώντας ένα είδος ηχητικής αρμονίας που επικρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή μέσα μου. Τότε συνειδητοποίησα ότι αντιμετώπιζα την εικόνα και ως ήχο».
«…Το βουνό γίνεται έσω χώρος και μεταβάλλεται σε έξω χώρο εναλλακτικά. Η εικόνα από ρεαλιστική μετατρέπεται σε μια παλλόμενη υλικότητα. Έκτοτε, με απασχολεί έντονα η ηχητική απόδοση του περιγράμματος του βουνού, ως απόδοση της προσωπικής μου εμπειρίας αλλά και ως προσδιορισμός της με τρόπο σαφή και εύληπτο».
«…Όλη αυτή η διαδικασία με έκανε να αναρωτηθώ ως προς τους πραγματικούς ήχους της φύσης.
Έτσι προκύπτει η ακουστική οικολογία η οποία εξετάζει τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα έμβια όντα μέσω του ήχου και του τρόπου με τους οποίους τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άλλα ζώα επηρεάζονται από το ηχητικό τους περιβάλλον.
Καθώς ο πολιτισμός της τεχνολογίας ελαχιστοποιεί τη βιοτική ποικιλία της γης, ελαχιστοποιείται και η γλώσσα…».
«Sonification είναι η μετατροπή της εικόνας σε ήχο. Στην ουσία γίνεται μετάφραση της κορυφογραμμής από μια φωτογραφία σε απόκρουση συχνότητας στο ακουστικό φάσμα.
Αυτό έχει αφενός τεχνικό ενδιαφέρον και αφετέρου αποβλέπει στο να κάνει πιο συμβατό το καλλιτεχνικό μήνυμα με την ανθρώπινη αντίληψη που πλέον αναζητά πιο συμπαγείς εμπειρίες, απολύτως προσλήψεις και ταυτόχρονα ανοιχτές στην ερμηνεία. Το βλέμμα ακολουθεί τις προθέσεις της ηχητικής πρόκλησης και ερμηνεύει τις προσλαμβάνουσες με βάση την ακουστική διέγερση η οποία σκοπό έχει την ενεργητική ακρόαση και όχι την παθητική ακοή.
Ο λευκός θόρυβος είναι ένα είδος φυσικού θορύβου που ονομάστηκε λευκός για το λόγο ότι εμπεριέχει όλες τις ακουστικές συχνότητες, όπως το φως εμπεριέχει τα επτά βασικά χρώματα της ίριδας. Είναι ο θόρυβος που υπενθυμίζει στον ακροατή το ασφαλές περιβάλλον της μήτας. Μέρος της εγκατάστασης αποτελεί η συσκευή διάδρασης μέσω της οποίας ο θεατής έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει ενεργητικά με το έργο δημιουργώντας την προσωπική του σχέση με αυτό».
Σήματα και οπτικές εντολές που συναντάμε και πολλές φορές καθοδηγούν την καθημερινότητά μας πραγματεύεται στην έκθεση του ο Μανώλης Κούκκος.
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης μας ξεναγεί στην έκθεση του
« Η απλότητα στη μορφή δεν σημαίνει απαραίτητα και απλοικότητα στη σκέψη»,
Το ευφυολόγημα αυτό των minimal καλλιτεχνών είναι αυτό που με εκφράζει απόλυτα και παρά το γεγονός του ότι θαυμάζω τα έργα τους, ο τρόπος δουλειάς μου μέχρι σήμερα δεν προσεγγίζει καθόλου προς αυτά, αφού δεν κατόρθωσα μέχρι και τη στιγμή αυτή να αποφύγω την φλύαρη γραφή και τον κατακλυσμό των πολλών λεπτομερειών προκειμένου να καλύψω τον φόβο του «κενού» μου.
Τίτλος της πτυχιακής μου εργασίας είναι «Πρωτεύοντα» και μελετά τα πρωτεύοντα σχήματα (κύκλος τετράγωνο, τρίγωνο) και χρώματα (πράσινο/κίτρινο, κόκκινο, γαλάζιο),όταν αυτά χρησιμοποιούνται ως σήματα- οπτικές εντολές στο ανθρωπογενές περιβάλλον
Προσωπικά πιστεύω ότι η ζωγραφική μου επηρεάζεται ως προς το παραστατικό του μέρος μάλλον από το έργο του Hopper, καθώς βρίσκω στο ύφος των μέχρι τώρα έργων μου μία μοναχικότητα και ερημιά ανεξάρτητα του εάν περιέχουν πολυάνθρωπες παραστάσεις.
Επιρροές που συνειδητοποίησα πολύ αργότερα είχα σίγουρα από τον Richter και τον Rothko ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της κίνησης και των διαδοχικών στρωμάτων υλικού στα έργα μου. Η μετέπειτα θεματολογία μου επηρεάζεται από τον Op Art. Έχοντας υπόψη τον Agam στην αρχή γνώρισα τα έργα της Όπυς Ζούνη και του Κωνσταντίνου Ξενάκη με τους οποίους υιοθετήσει κάποιο βρίσκω ομοιότητες κυρίως ως προς τη θεματολογία Οι εικόνες των σύγχρονων πόλεων, το αστικό και βιομηχανικό τοπίο είναι μέσα στα θέματα ενδιαφέροντος μου, ενώ η αφηρημένη ζωγραφική και η Op Art δεν με αφήνουν αδιάφορο.
Τα σήματα είναι εντολές έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο και χρώμα και σχήμα και επιβάλλονται από την αρχή για να καθοδηγήσουν να απαγορεύσουν ή να ενημερώσουν.
Η «αρχή» αρέσκεται στο να επιβάλλει θεωρώντας έτσι ότι οργανώνει την κοινωνία. Επειδή όμως η ανθρώπινη βλακεία είναι συνήθως ανυπέρβλητη και η ‘’αρχή’’ δεν εξαιρείται του κανόνος συνήθως υποβάλλει και μοιραία υποπίπτει σε λάθη που εντοπίζονται μεν αλλά δεν αντιμετωπίζονται. Είναι στην κρίση του καθενός να τα τηρήσει ή να τα αγνοήσει. Συνήθως τα σήματα έχουν κάποιο νόημα.
Τα σήματα όμως στο έργο μου λειτουργούν και ως όρια του αληθινού κόσμου με το φανταστικό ή τον αθέατο ή ακόμα τον κόσμο των πνευμάτων. Το πέρασμα εκείθεν των συμβόλων /σημάτων θα σήμαινε την είσοδο του θεατή σ’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο. Όπου εμφανίζονται μορφές, αυτές είναι αποστασιοποιημένες, πνεύματα, και σχεδόν ποτέ δεν είναι κατά μέτωπο προς το θεατή τονίζοντας ακόμα πιο έντονα το συναίσθημα της μοναχικότητας. Για να τονισθεί αυτή η αποστασιοποίηση το φόντο μέσα στο οποίο βρίσκεται αυτός ο κόσμος είναι θολωμένο και βέβαια μετά τα σύμβολα, που είναι καθαρά, για να μας δώσουν την αίσθηση του απτού, του πραγματικού…
Τη στιγμή που μαζί με το Γαβριήλ και την Ειρήνη μπαίναμε σε μια σοφίτα της Φλώρινας, η σκέψη μου πέταξε στην Άννα Φρανκ. Αναλογίσθηκαν τις αγωνίες, τη μοναξιά της, το φόβο της απόλυτης εξουσίας που απειλούσε κάθε στιγμή την ύπαρξη της…
Κι όταν στους τοίχους είδαμε εν σειρά τις «φωτογραφίες» ταυτότητας αγνώστων ανθρώπων, πραγματικά αισθανθήκαμε σαν να μπαίνουμε στο ανήλεο δωμάτιο μιας κρατικής -της οποίας κρατικής- εξουσίας.
Η Χριστίνα Παναγιωτίδου στην έκθεση της πειραματίζεται και προσπαθεί να ανιχνεύσει τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τη φωτογραφία της ταυτότητας, του διαβατηρίου. Μας καλεί να προβληματιστούμε τι μπορεί να κρύβουν οι ομαδοποιημένες φωτογραφίες των εγγράφων αναγνώρισης και των αντιγράφων τους που αρχειοθετούνται στα «συρτάρια» της κρατικής εξουσίας.
«Πόσο διαφορετικοί είμαστε; Και τι κρύβει το κάθε πρόσωπο κάτω από την επίσημη ταυτότητα; Με έναυσμα τις φωτογραφίες από ταυτότητες, διαβατήρια και άλλα επίσημα κρατικά έγγραφα την εικόνα της ταυτότητας ουσιαστικά της ομαδοποίησης από έναν κρατικό φορέα, κάνω μια προσπάθεια προσέγγισης του ατόμου μια προσπάθεια ουσιαστικής συνάντησης και επικοινωνίας.
Οι άνθρωποι μετακινούνται, μεταναστεύουν, παλεύουν για τη ζωή πάντοτε ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον γι εαυτούς και δικούς. Το έκαναν πάντα μέσα στην ιστορία. Άλλαζαν τόπους και συνήθειες, ανάλογα με το καινούργιο περιβάλλον ή και νοσταλγούσαν το παλιό.
Ουσιαστικά ένας άνθρωπος αποτελείται από πολλές και διαφορετικές ταυτότητες, κάποιες φορές επιλέγει ποιες θα τον εκπροσωπούν, συνήθως όμως αυτή η επιλογή γίνεται από μια εξουσία που ‘’φωτογραφίζει’’ και ‘’τοποθετεί’’. Τους ανθρώπους κάτω από μια ορισμένη ταμπέλα.
Η εθνική ταυτότητα και η αναίρεση της
Διάφορα πρόσωπα, διαφορετικών ‘’εθνικών ταυτοτήτων’’ αλλά και προσωπικών προσδιορισμών ως προς την έννοια της ταυτότητας. Η εικόνα τους έχει παρθεί από επίσημα έγγραφα, διαβατήρια, ταυτότητες, πράσινες κάρτες κλπ.
Η απόδοση έχει γίνει με τη μέθοδο της εγκαυστικής και με τν ‘’αυθαίρετη’’ χρήση χρώματος καθώς τα πρότυπα είναι ασπρόμαυρα. Σε κάποια από τα πορτρέτα υπάρχει κάποιο σύμβολο ή μια μικρή εικόνα που λειτουργεί ως μια προσωπική προσέγγιση προς την ταυτότητα του συγκεκριμένου ατόμου.
Η σφραγίδα παραπέμπει σχηματικά στη σφραγίδα της ελληνικής ταυτότητας. Το αλφάβητο που έχει επιλεχθεί είναι μια μίξη από διάφορα αλφάβητα διαφορετικών γλωσσών και ποικίλων καταγωγών. Ουσιαστικά έχει γίνει μια προσπάθεια δημιουργίας μια φανταστικής γλώσσας που να περιέχει τις διάφορες γλώσσες του κόσμου, δημιουργία μιας ‘’καινούργιας’’ εθνικής ταυτότητας που αναιρεί την ύπαρξη της».
Στο αίθριο του ειδικού σχολείου Φλώρινας, η Χριστίνα Γκίτσα, μας υποδέχεται με το απέραντο γαλάζιο… Αυτή είναι η πρώτη εικόνα καθώς με την αρχική επαφή στο χώρο έχεις τη δυνατότητα να δεις από απόσταση όλα τα έργα. Καθώς πλησιάζεις οι σκέψεις πολλές. Τα έργα δεν είναι τοποθετημένα στο ύψος των ματιών του θεατή. Η νεαρή καλλιτέχνιδα σοφά τα έχει τοποθετήσει αρκετά ψηλά, προβοκάροντας το θεατή και τις ερμηνείες του. Αυτό το υπέροχο γαλάζιο ψηλά μοιάζει ελαφρύ, ήρεμο, μερικές φορές ονειρικό και μερικές αμήχανο σαν κάτι να κρύβει. Το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού συναντιούνται, αλλά στο βάθος πάντα υπάρχει το άπειρο του ουρανού και μοιραία το άγνωστο.
Η Χριστίνα Γκίτσα πραγματεύεται τα συναισθήματα του ανθρώπου που προδρομικά αντιμετωπίζει το θάνατο του. Ένα θέμα εκτός χρόνου για μια τόσο νέα γυναίκα, αλλά με τόση ωριμότητα και εμβάθυνση δοσμένο. Ο θάνατος είναι η κορύφωση και η τελευταία στιγμή της εξελικτικής διαδικασίας. Συνάμα η πιο προσωπική στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να πεθάνει για κανέναν άλλον. Είναι αντιμέτωπος με τον εαυτό του και με το τίποτε που επέρχεται∙ εκτός και αν ελπίζει…
Όσο όμως κι αν ελπίζει το συναίσθημα του θανάτου κάθε άλλο παρά ανώδυνο είναι. Μπροστά στην οριστική εξαφάνιση που φέρνει ο θάνατος οι άνθρωποι δειλιάζουν, καταλαμβάνονται από αγωνία, φόβο, τρόμο, απελπισία, φυγή. Υπάρχουν κι αυτοί που θέλουν να ξεχάσουν, που διαγράφουν τις σκέψεις, κλείνουν τα μάτια στο κοντινό ή απώτερο μέλλον. Στην ανασφάλεια τους ψάχνουν τόπο να πατήσουν…
Είναι στ’ αλήθεια περίεργο συναίσθημα να συζητάς για θεματογραφία θανάτου με μία κοπέλα που μόλις παίρνει το πτυχίο της. Και το πλατύ της χαμόγελο κάθε άλλο παρά με το θέμα που πραγματεύεται «κολλάει»…
Η ίδια λοιπόν μας εξηγεί πώς γεννήθηκε η έκθεση που παρουσίασε. Όλα ξεκίνησαν όταν διάβασε το βιβλίο της Elisabeth Kubler-Ross «On death and dying». Η συγγραφέας είναι καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
«Στο σύγγραμμα αυτό, γίνεται περιγραφή των συναισθημάτων ασθενών που πάσχουν από ανίατες ασθένειες και βρίσκονται στα τελικά στάδια τους.
Η Elisabeth Kubler-Ross το 1969 μαζί με τέσσερεις φοιτητές Θεολογίας, ξεκινά μια έρευνα γύρω από τα συναισθήματα των ασθενών αυτών. Επισκέπτεται τους ασθενείς αλλά και τους συγγενείς τους και τους καλεί να μιλήσουν για όλα όσα δεν μπορούν να πουν ανοιχτά μεταξύ τους. Εκεί φανερώνονται επιθυμίες, πόνος, ζήλεια αλλά και πολλές φορές η ελπίδα τους για επιμήκυνση της ζωής τους.
Τα συναισθηματικά στάδια τα οποία ζει ένας πάσχων άνθρωπος είναι τόσο ανάμεικτα, που πολλές φορές είναι δύσκολο να τα κατηγοριοποιήσει κανείς.
Στα πρώτα στάδια, ζει την άρνηση προς τηνασθένεια του και την απομόνωση από το κοινωνικό του περιβάλλον. Δυο συναισθήματα τόσο φυσικά, αφού η ζωή μας θεωρείται κάτι δεδομένο και πως τίποτα δεν μπορεί να μας την στερήσει. Στα μετέπειτα στάδια έρχεται η προσπάθεια επιμήκυνσης της ζωής μας, με διάφορα τεχνάσματα, όπως το παζάρεμα μιας παραπάνω εμπειρίας.
Πάντοτε, υπάρχουν πισωγυρίσματα ακόμα και όταν έχουμε φτάσει στο στάδιο της απόλυτης αποδοχής. Πισωγυρίσματα τα οποία, είναι σαν άμυνες τους οργανισμού μας προς τον θάνατο. Το αίσθημα της ελπίδας, για την συνέχιση της ζωής μας είναι κάτι απαραίτητο για να μπορέσουμε να αντέξουμε λίγο ακόμα σε αυτόν τον τόσο δύσκολο αγώνα.
Στα έργα αυτά γίνεται μια προσπάθεια απόδοσης των συναισθημάτων αυτόν μέσω της ζωγραφικής.
Μέσω της συμβολιστικής ζωγραφικής αποδίδονται εικόνες στα συναισθήματα αυτά. Στόχος μας ήταν όχι να μιλήσουμε στους ανθρώπους για τον θάνατο αλλά να μιλήσουμε για τα συναισθήματα τα οποία μας περικλύουν πρίν από αυτόν».
Παιδί του καιρού του ο Γιάννης Βλασσιάδης. Μπαίνοντας στην έκθεση του αντιλαμβάνεσαι να ξεχύνονται στοιχεία μελετημένου σκηνικού επιστημονικής φαντασίας. Όντα από ταινίες και κόμικς επιστημονικής φαντασίας μοιάζουν να κυκλοφορούν ανάμεσα μας και ο νεαρός καλλιτέχνης τα έχει κρύψει καλά και στο έργο του αριστοτεχνικά τα υπονοεί.
«Η θεματική των έργων μπορεί να περιγραφεί ως μια αλληλουχία εννοιών στα πλαίσια των αναπαραστατικών της συμβολικών στοιχείων. Οι δύο κύριες έννοιες της θεματικής όπου συνδέονται και μεταξύ τους είναι: «Όντα» και «Περιβάλλοντα».
Το σκέλος όπου αφορά στα «όντα», περιέχεται μια σειρά από έργα με φόρμες που σχετίζονται με την ανθρώπινη μορφή αλλά και μια αφαιρετική αντίληψη προς αυτήν.
Η αναπαράσταση αυτή, έχει ως σκοπό την απόδοση χώρων με μια έντονη διάθεση δόμησης με ανόργανα στοιχεία όγκων, που στην προκειμένη περίπτωση θυμίζουν πετρώματα, ως προς την υλιστική τους υπόσταση. Από την εικαστική πλευρά, υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα στα στοιχεία δομής του χώρου και το φώς στο οποίο οφείλεται η οπτική αντίληψη που έχουμε, τόσο στα έργα όσο και σε οτιδήποτε. Το παιχνίδι αυτό βασίζεται στην έλλειψη και εμφάνιση φωτός αναλογικά με τους γεωμετρικούς όγκους, την επιλεκτική τοποθέτηση της πηγής φωτός και την «έκλειψη», ουσιαστικά, της πηγής από μιά μορφή ή ον-ύπαρξη.
Για το συμβολικό κομμάτι του σκέλους αυτού, το έργο θα ήθελε να μας κατευθύνει στην σχέση της συνύπαρξης των όντων αλλά και των ανθρώπων με το περιβάλλον τους. Στην ουσία, το κεντρικό θέμα και ο σχολιασμός, υφίστανται στην προσαρμογή και «φυλάκιση» των όντων να αλληλεπιδρούν και να αντιλαμβάνονται τα πάντα μονο μέσα απο τα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει ο τύπος του οργανισμού τους, αυστηρά. Τα περισσότερα είδη οργανισμών, έχουν διαφορετικό τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντός τους αναλογικά με τα βιολογικά τους στοιχεία. Θα μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί ότι υπάρχει μια γενικότερη συμπαντική κατάσταση από την οποία γίνονται αντιληπτά μονάχα ελάχιστα ή λιγότερα στοιχεία από αυτά που στην πραγματικότητα υπάρχουν, αναλόγως τον οργανισμό.
Στα έργα αυτά έχει γίνει μια προσπάθεια, να αποδοθεί αυτή η κατεύθυνση θεματικής με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δυναμική, όσον αφορά την σύνθεση των σχημάτων και των φορμών. Αυτό για να προκύψει ο συμβολισμός ενός θυμού προς την δέσμευση και την καταδίκαση μιας ύπαρξης στην οριοθετημένη διαδικασία του βίου της.
Χαρακτηριστικό της σύνθεσης, είναι οι προβολές σκιών πάνω στους πέτρινους όγκους, οι οποίες όμως μπορούν να διαβαστούν και ως βαθιές τρύπες μέσα στον όγκο της ξηράς, σαν εσώγλυφα. Συμβολικά δηλαδή, αναδεικνύουν την σύνδεση των υπάρξεων με το περιβάλλον τους και της αναγκαστικής διεισδυσης τους μέσα σε αυτό. Αν διαβαστούν ως σκιές, αναπαριστούν ταυτόχρονα το αποτύπωμα του όντως και των γεγονότων της ζωής τους πάνω στην ιστορία του περιβάλλοντος. Τα περισσότερα έργα περιορίζονται στην ασπρόμαυρη κλίμακα και απομακρίνονται απο τα άλλα δυο στοιχεία του χρώματους- οπου είναι ο κορεσμός και οι αποχρώσεις, δηλώνοντας έτσι την απουσία παραπάνω αισθήσεων των όντων για την αντίληψη του περιβάλλοντος.
Στο δεύτερο σκέλος, υπάρχει μια σειρά από σκέτα περιβάλλοντα τα οποία συμπληρώνουν την θεματική ροή. Σε αυτά έχει γίνει μια προσέγγιση απεικόνησης με βάση την ατμόσφαιρα που
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι η πολυπλοκότερη δομή στο σύμπαν. Όχι μόνο για το άπειρο των ικανοτήτων του, αλλά κυρίως γιατί έχει τη δυνατότητα να αναρωτιέται για την ύπαρξή του.
Τι συμβαίνει όταν αυτό το πολύπλοκο σύστημα διαταράσσεται; Τι διαδραματίζεται στις «παρασπονδίες» λειτουργίας στα χίλια τρισεκατομμύρια συνενώσεις κυττάρων και στα χίλια δισεκατομμύρια κύτταρα; Τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτό το χάος νευρώνων και καταλήγει ο άνθρωπος στην «ιερή νόσο»; Δυστυχώς ο κορυφαίος «μηχανισμός» του σύμπαντος αδυνατεί να απαντήσει σε ένα ερώτημα που τον αφορά. Από το δελφικό «Γνώθι σαυτόν» φθάνουμε στο «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Άλλωστε η φρενήρης εξέλιξη του ανθρώπου οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγκέφαλος θέτει ασυγκρίτως περισσότερα ερωτήματα από αυτά που μπορεί να απαντήσει.
Καίρια ερωτήματα που προκύπτουν καθώς μπαίνουμε σε έναν από τους χώρους των δημοτικών σφαγείων της Φλώρινας. Σε μια εικόνα που μας προβληματίζει, που μας κεντρίζει που μας ωθεί στη διαδικασία της ανίχνευσης.
Η Άννα Μαρία Σαμαρά μας ξεναγεί στην εγκατάσταση της όπου διαπραγματεύεται τα όρια της τρέλας και της λογικής. Αυτές οι νευρωνικές συνάψεις που ρυθμίζουν και επωμίζονται τη χαώδη λειτουργία του εγκεφάλου βρίσκονται μπροστά μας ατέλειωτα κομμάτια σχοινοκλωστής. Ένας συμβολισμός – κραυγή σε ένα χώρο όπου ο πόνος και το αίμα ήταν τρόπος ζωής.
«Διαπραγματεύομαι το όριο τρέλας – λογικής με έναν συμβολικό και εννοιολογικό τρόπο… Ο νους σαν μια εγκεφαλική διεργασία είναι για μένα τόπος διερεύνησης. Έτσι ανασυνθέτω μια συνθήκη πλέγματος, όπου συγκροτούνται νευρωνικές συνάψεις. Η γραμμή σαν όριο όταν πολλαπλασιάζεται, παύει πια να χωρίζει δύο σημεία, και τότε ενώνει, γίνεται μία ολότητα, μία επιφάνεια ομογενοποιημένη. Μια ρευστή συνθήκη, δομείται σε συμπλέγματα και το κάθε μέρος αποτελεί ολότητα ενός οργανισμού που απαρτίζει έναν μεγαλύτερο…»
Το σφαγείο υπενθυμίζει τη ύλη, το φθαρτό και το ευάλωτο. «… Όπως στη ζωή ο θάνατος είναι πάντα παρόν, έτσι και τη διανοητική μας υγεία μπορεί να την κλονίσει η παραφροσύνη ανά πάσα στιγμή»
Η τρέλα είναι ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στη σκέψη και το συναίσθημα, την προσωπικότητα και την αντίληψη.
Η σύγχρονη νευρολογία διατυπώνει ποικίλες θεωρίες για τις ψυχικές διαταραχές, ωστόσο ο παντογνώστης και πανεπόπτης εγκέφαλος αδυνατεί εν πολλοίς να αποκαλύψει τι συμβαίνει στις στιγμές που διαταράσσεται. Και επειδή το «θεμελιώδες ερώτημα τι είναι νους παραμένει αναπάντητο, γιατί ο νους δεν έχει υλική υπόσταση», η νεαρή καλλιτέχνιδα επικεντρώνεται στον εγκέφαλο σαν ένα τόπο όπου εκεί διαδραματίζονται όλα.
«Η τρέλα έχει σημαντικές επιρροές στη μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη.
Το παράλογο, το αλλόκοτο, πάντα γοήτευε και αποτελούσε πηγή έμπνευσης. Από το Ραφαήλ, τονΙερώνυμο Μπος, τον Κίρχνερ, το Χέκελκαι μέχρι σήμερα εκφράστηκαν οι αντιλήψεις της εκάστοτε εποχής και κοινωνίας απέναντι στην τρέλα.
Στο σύνολό τους εμπεριέχονται και απαρτίζουν την έννοια του στίγματος, που συνοδεύει την ψυχική διαταραχή…»
«… Το Σφαγείο
Ένας τόπος όπου ο θάνατος αιωρείται, στεγάζει σώματα όπου ιεροτελεστικά κατακερματίζονται σε χρήσιμα και άχρηστα μέρη. Η βαρύτητα θυμίζει το φθαρτό, το πρόσκαιρο. Αιώνες τώρα ο άνθρωπος φροντίζει για την τροφή του, έχοντας το κρέας ανά εποχή και μέρος σε διαφορετικές θέσεις στην τροφική αλυσίδα, σαν αξία και ηθική. Όπως; Τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη όπου ήταν σχετικά ακριβή τροφή και δεν ήταν πάντοτε διαθέσιμη, γεννώντας έτσι άλλου είδους επιθυμία για τη βρώση του. Την ίδια εποχή σε μια άλλη χριστιανική κοινωνία έμπαινε κανείς στο δίλημμα εάν η επιθυμία και η ευχαρίστηση του να φάει κρέας, έθετε σε κίνδυνο την ψυχή του ακόμα και πέρα από το θάνατο. Αυτό αποτελώ έναυσμα για πολλού καλλιτέχνες όπως τον Pieter Aertsen, με το έργο Bitcher’s Stall with flight into Egypt (1551) που απεικόνισε αυτή την εποχή. Ο Rebrandt ωστόσο έδωσε μια άλλη διάσταση στο σφαγμένο βοοειδές που ζωγράφισε, δείχνοντας μια τυπική ομοιότητα με απεικονίσεις της σταύρωσης.
Αυτό είναι που ώθησε τις επόμενες γενεές καλλιτεχνών να το συσχετίσουν με σκηνή πόνου και θυσίας έχοντας την παραμόρφωση των σωματικών οργάνων ως ένα παράδειγμα για το σφαγμένο ζώο. Το κάθε ζώο θυσιάζεται για τη βρώση.
Ο άνθρωπος από την άλλη θυσιάζεται για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο Francis Bacon αντικρίζοντας τα σφαγμένα σώματα ζώων, απεικόνισε την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω της παραμόρφωσης.
Όλα υπόκεινται στην ίδια υλική οντότητα. Όλα είναι σάρκα, κι εμείς μαζί.
Είμαστε σώματα που ανακυκλώνουν αίμα. Έχουμε αφανή ροή μέσα μας, και υπό φυσιολογικές συνθήκες μόνο σε ένα ζώο εντοπίζει την ευθραυστότητα του,
Έπειτα, έρχεται ο Γιάννης Κουνέλλης,να κρεμάσει στα τσιγκέλια του σφαγείου μέλη σφαγμένων ζώων, κάνοντας αναφορά στο έργο του Rembrand, ενώ αργότερα παραθέτει στη θέση τους μαύρα παλτά. Θέτει την ανθρώπινη παρουσία, με έναν αστικό και βιομηχανικό χαρακτήρα. Σε ένα χώρο γκαλερί επινοείται μια συνθήκη σφαγείου, όπου ‘’σκοτώνει’’ τις ιδεοληψίες, τις προκαταλήψεις, τις ανησυχίες που ατομικά ο καθένας βιώνει στο παρόν του. Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος, ‘’Αυτό που ενδιαφέρει έναν καλλιτέχνη, δεν είναι το αίμα που τρέχει από μια πληγή, αλλά το αίμα που δεν φαίνεται’’. Πέρα από τη σάρκα, με τα προφανή στοιχεία που τη συντελούν, υπάρχουν και πνευματικές πτυχές. Όταν εμβαθύνει κανείς, εκεί καλείται να εμφανίσει την άυλη πλευρά της υπόστασης μας. Ο νους, με όλα εκείνα που κουβαλάει, τον φέρει η συμπεριφορά. Το πραγματικό, το προφανές, όταν απογυμνώνεται αποχρωματίζεται. Μόνο έτσι μπορεί να αποδοθεί το πνευματικό».
Επιλέγοντας το βραχυλογικό συλλογισμό του Γοκλήνιου (Ρούντολφ Γκέκελ) η καλλιτέχνιδα εισηγείται έναν οπτικό – εικαστικό σωρείτη, ένα από τα πλέον δημοφιλή φιλοσοφικά παράδοξα που μας άφησε η αρχαιοελληνική σκέψη (Ευβουλίδης). Όπως γνωρίζουμε ο συλλογισμός του Γερμανού φιλοσόφου ξεκινά από γενικότερες έννοιες για να οδηγήσει σε μερικότερες έννοιες, Σε πολλά από τα έργα της Ευδοξίας Αερανοπούλου αυτό είναι εμφανές.
…Και βέβαια ευχάριστο και ευοίωνο νέοι καλλιτέχνες να καταγίνονται με την αποκρυπτογράφηση και αποτύπωση μιας δύσκολης και εν πολλοίς μη δημοφιλούς θεματογραφίας. Άλλωστε χρειάζεται τόλμη για να αποπειραθεί ένα εικαστικός καλλιτέχνης να απεικονίσει φιλοσοφικά παράδοξα στα οποία εντρύφησαν ο Αριστοτέλης και ο Ζήνων ο Ελεάτης.
Για τη δουλειά της «Σωρείτες» η Ευδοξία Αεραανοπούλου γράφει:
«Το έργο είναι μία συμφυρματική προσέγγιση του ανθρώπινου συλλογισμού μέσα από τγο πρίσμα της προσωπικής εμπειρίας. Φαινομενικά απλοϊκές εφαρμογές, οι οποίες εν προκειμένω χρησιμοποιούνται ως σημεία και λειτουργούν ως σταθερές, επαναπροσδιορίζονται μέσα από μια εμβριθή διαδικασία μετατρέποντας τες σε ελεύθερες μεταβλητές. Προσπαθώντας να αποτυπωθούν, ως κύριο μέλημα οι λειτουργίες, εν συνεχεία οι έννοιες που εμπεριέχονται σε αυτές, ενώ τα αναγνωρίσιμα παραστατικά σημεία χρησιμοποιούνται ως μέσα.
Κυρίαρχο στοιχείο της αρχικής ιδέας αλλά και της πραγμάτωσης της υπήρξε η αφηρημένη σκέψη. Ενώ συμπεράσματα τα οποία επήλθαν μπορούν να χαρακτηρισθούν από βραχυπρόθεσμα έως ανύπαρκτα, καθώς ποτέ δεν υπήρξαν αυτοσκοπός. Η σειρά αυτή αποτελεί μία πρόταση συνδυαστικών οπτικών και γενικών προσωπικών θεωρήσεων.
Σωρείτες είναι ο σύνθετος συλλογισμός, αυτός που αποτελείται από πολλούς αλληλένδετους απλούστερους.
Η φύση του λόγιου σωρείτη λοιπόν είναι μια χαόδης διαδικασία που προσφέρει άπειρες προσεγγίσεις. Ο αριθμός των έργων αποφασίστηκε από αυτό το κριτήριο: Ενδιαφέρον – Προσέγγιση – Απεικόνιση.
Μία απροκάλυπτη αντιστοιχία έννοιας και εικόνας».
Η έννοια του μακρόκοσμου ταυτίζεται με αυτή του σύμπαντος, σε συνδυασμό με την έννοια του μικρόκοσμου, ο οποίος εξισώνεται με την έννοια του ανθρώπου. Ο μακρόκοσμος αποτελεί τη μεγέθυνση του ανθρώπου και ο μικρόκοσμος συνιστά τη μικρογραφία του κόσμου. Δύο έννοιες συναντιούνται σε μια αέναη κίνηση. Άλλωστε σύμφωνα με την αρχή της συνάφειας το σύμπαν παριστάνεται σαν μια αδιάσπαστη αλυσίδα.
Στην έκθεση της Σοφίας Κεβρεκίδου «Μακρόκοσμος, Μικρόκοσμος Φύσης» αυτή η αέναη συμπαντική κίνηση είναι εμφανής και εύκολα αναγνώσιμη με τα ευρηματικά χαρακτικά που συναντάμε. Και από πρώτη ματιά διαπιστώνουμε ότι πρόκειται και μια ταλαντούχα χαράκτρια.
Σοφία Κεβρεκίδου. Δύο ορισμοί που δηλώνουν το άπειρο μεγάλο και το άπειρο μικρό. Εικόνες από τη φύση χαράζονται πάνω σε ένα κομμάτι μήτρας (τσίγκος).
Για να αρχίσουν όλα αυτά να μπαίνουν σε μια τάξη και να μπορέσω να φτιάξω έναν κόσμο με στοιχεία από το μακρόκοσμο αλλά και από το μικρόκοσμο έπρεπε αυτός ο κόσμος, ο ενδιάμεσος, στον οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος και διακρίνει αυτά τα δύο μη διακριτά με σκοπό την καλλιτεχνική οργάνωση με αποτέλεσμα που ξεπερνά τους φυσικούς νόμους. Αυτή η κατάσταση κορυφώνεται στο σχέδιο και στο σχήμα που προκύπτει με στόχο τον ενεργητικό χαρακτήρα του, δημιουργώντας μια κατάσταση επιπέδων (μαύρο, γκρι, άσπρο) και μια κατάσταση σχημάτων παρμένα από τη φύση και τη χλωρίδα ή και εκτός γης.
Και σε αυτό συμβάλει και η αφαίρεση που δίνει το θέμα μου χωρίς να είναι ξεκάθαρο βάζοντας το θεατή να φτάσει τα όρια πέρα από την πραγματικότητα. Να ενεργοποιήσει τις εικόνες- μνήμες του από σκηνές της καθημερινότητας του, προσπαθώντας να φτιάξει έναν τίτλο ή ένα όνομα. Σε αυτό βασίζεται και η μελέτη μου, για το αν ο κόσμος που θα δει τα χαρακτικά ανακαλέσει αυτές τις εικόνες – μνήμες φτιάχνοντας ένα παζλ, ένα δικό του μικρόκοσμο, που εγώ δημιούργησα από αυτά που έβλεπα γύρω μου ως κομμάτια της φύσης».
Σε ένα χώρο βαριά σημαδεμένο κλήθηκε να εγκαταστήσει την έκθεση του ο Στέλιος Διαμαντάκης: Η παλιά Ασφάλεια, όπου στην κατοχή ήταν κρατητήρια της Γκεστάπο και ο χώρος κράτησης στη μεταξική δικτατορία. Ο καλλιτέχνης δεν μπορούσε να σκεφτεί μια συμβατική έκθεση. Κάθε φορά που έμπαινε στο χώρο τού φαινόταν ότι άκουγε φωνές ανθρώπων βασανισμένων, το μυαλό του τρυπούσαν οι οξείς ήχοι των αλυσίδων.
Ο Σερραίος καλλιτέχνης χειρίστηκε το χώρο με δύναμη, σεβασμό στη μνήμη αλλά και διάθεση να ενεργοποιήσει την αντανακλαστική μνήμη του θεατή.
«Βασικός άξονας του θέματος του έργου που παρουσιάζω είναι η ανθρώπινη υπόσταση με έντονες κοινωνικοπολιτικές αναφορές. Με κύριο σκοπό να τεθούν κάποια θεμελιώδη ερωτήματα, επανεξετάζοντας ταυτόχρονα στοιχεία της καθημερινής ζωής, στη σύγχρονη κοινωνία.
Σ’ ένα άχρονο ονειρικό σκηνικό, πλημμυρισμένο από μπλε φως, τοποθετημένο εντός του ψυχρού εγκαταλειμμένου ιστορικού κτιρίου της πόλης, που στέγαζε την παλιά αστυνομική διεύθυνση Φλώρινας, εγκαθίστανται κορμοί δένδρων και δένδρα ελιάς, εν είδη εγκατάστασης. Οι κορμοί δένδρων, ζωσμένοι με αλυσίδες, στέκονται όρθιοι ή επικλινείς – ως ανθρώπινες φιγούρες, των οποίων η προσωπική βούληση, αξιοπρέπεια, κτλ «κουτσουρεύτηκε». Αμίλητοι, ασάλευτοι, χτυπημένοι από τις καιρικές συνθήκες, αναπάντεχα σιωπηλά.
Μια εγκατάσταση που επαναπροδιορίζει την αφήγηση του εσωτερικού χώρου και χρόνου, συνυφασμένου με μνήμες διαχρονικές. Ενός χώρου που περιλαμβάνει τοίχους σαθρούς, χώρους απομονωμένους, και κλειστοφοβικούς. Χώροι που αντιστοιχούν με ψυχικά τοπία, με ανθρώπους που υπήρχαν μέσα σ’ αυτούς. Πρόσωπα ελλειμματικά…
‘’…Οι κορμοί των δένδρων είναι βασανισμένοι από μια αγωνιώδη προσπάθεια. Συστρέφονται, γονατίζουν να προσευχηθούν, υψώνουν σκληρά μπράτσα μέλη τυραγνισμένα από την κίνηση, όλο αγκώνες και γόνατα. Οι στριφτές ρίζες βυζαίνουν από την καρδία της Γης το χρυσό λάδι, για το καντήλι των Αγίων και για τη σαλάτα του φτωχού…’’. Στρατής Μυριβήλης.
Οι «ακρωτηριασμένοι κορμοί προβάλλονται σαν ανθρώπινες μορφές που περιέχουν μορφοπλαστικά και εννοιολογικά την έννοια της μεταμόρφωσης. Λιγότερο ή περισσότερο, ξεπηδούν ως αμορφοποίητες φιγούρες τη δεδομένη στιγμή, παρουσιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, την εξερεύνηση της ανθρώπινης θέλησης, της σκέψης, των συναισθημάτων και των καταστάσεων που διαμορφώνουν όλο αυτό το σκηνικό αναζητώντας την απάντηση.
…Και κάπου στο πλάι της μισοσκότεινης εγκατάστασης ξεπροβάλει, πίσω από ένα μπερντέ, η σκια μας ελιάς, όπως στο Θέατρο Σκιών. ‘’Αναδιπλωμένη’’ στον εαυτό της, άλλοτε μέσα από τη ματαίωση της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο κι άλλοτε για να τραφεί από τους θησαυρούς της μνήμης».
Ο χώρος-τόπος επιδρά και τροφοδοτεί το έργο ως ζωντανός οργανισμός που φθείρεται στον τρισδιάστατο χώρο. Οι εικόνες παραμένουν ανεξίτηλες στην αιωνιότητα. Ένα ξένο υλικό ως προς τον χώρο (τελάρο – γλυπτό) εισχωρεί μέσα σε ένα νέο τόπο-σώμα όπου καλείται να ενσωματωθεί για να κατανοήσει εις βάθος τη λειτουργία του. Όταν το σώμα ως ύλη αφομοιώνεται στο χώρο, γίνονται ένα ως ενέργεια. Το σώμα γίνεται τόπος και ο τόπος σώμα μέχρι την τελικής μορφής αφομοίωσής τους ως ενέργεια (αίσθηση) με συνδετικό κρίκο την συνεχόμενη καμπυλόγραμμη γραφή.
Η Θεώνη Καρακάντζου μας ξεναγεί στην έκθεση της.
Το στήσιμο δεν είναι το τυπικό στήσιμο. Να δω δηλαδή το έργο στο ύψος του ματιού, σε ένα χώρο άδειο…
Ήθελα να παίξω με το στήσιμο, να πειραματιστώ να πάρω το ρίσκο να δω πώς μπορούν να σταθούν τα έργα από μόνα τους. Επίσης με ενδιάφερε ο χώρος παρά το ίδιο μου το έργο. Αντιλήφθηκα το χώρο σαν ένα σώμα που αγκαλιάζει ένα άλλο σώμα: τα έργα. Θεώρησα καλό ότι πρέπει να αφομοιωθούν τα έργα στον ίδιο το χώρο και να γίνουν ένα.
Η καρέκλα για μένα είναι σταθερό σώμα το οποίο δίνει την ευκαιρία την ευκαιρία σε άλλα σώματα εξουθενωμένα να ξαπλώσουν, τα αγκαλιάζει με κάποιο τρόπο.
Επίσης στο χώρο υπάρχει και το πρώτο γλυπτό που έκανα στη σχολή. Είναι μια καρέκλα που τείνει να γίνει ανθρωπόμορφη, έβγαζε πόδια, κι ένα άλλο σώμα μια γυναίκα που εγκυμονεί, που έχει κατάθλιψη ξαπλώνει και χαλαρώνει σε ένα σταθερό σώμα.
Ένιωσα σαν να μπαίνει η γραμμή του βουνού μέσα στο χώρο, εγώ έτσι το ένιωσα οπότε, γίνεται ένα τοπίο ένας χώρος. Έπαιξα με αυτές τις έννοιες.
Είναι η στιγμή της γέννησης, για μένα η στιγμή της γέννησης είναι η ύψιστη μορφή δημιουργίας, οπότε το έβαλα επάνω γιατί το χρησιμοποιώ ως τοτέμ κατά κάποιο τρόπο,
Το τελευταίο γλυπτό όπου το σώμα βγήκε στο δισδιάστατο χώρο, η γραμμή έγινε σύρμα για μένα η γραμμή είναι η ενέργεια που υπάρχει σε όλο το περιβάλλον και κει που συσσωρεύεται γίνεται μορφή γίνεται σώμα μάζα, έπαιξα με τα έπιπλα που υπήρχαν στο χώρο σε σχέση με το γλυπτό, όπως ο καθρέφτης,
Το υλικό που χρησιμοποίησα είναι κάμποτο, το ίδιο υλικό με τον καμβά, και επίσης σταθεροποιήθηκε με στόκο και ατλακόλ, το ίδιο υλικό προετοιμασίας του καμβά, οπότε γίνεται ένας τρισδιάστατος καμβάς κατά κάποιο τρόπο.
Η εγκυμονούσα γυναίκα στηρίζει το πόδι της πάνω στο πόδι της καρέκλας, μετά το έκανα πίνακα. Εδώ μια μια νέα σειρά, είναι οι εραστές που αφομοιώνουν ο ένας τον άλλον είτε σαρκικά είτε πνευματικά. Ένας άνδρας και μια γυναίκα που ενώνουν τα μέλη τους, και λιώνουν ο ένας μέσα στον άλλον. Μέχρι ένα σημείο η τελετή της θεϊκής αφομοίωσης.
Ροή, κίνηση, φόρμα στο χώρο. Η κίνηση, δηλαδή η συνεχής αλλαγή της θέσης, της ποσότητας, της ποιότητας παρουσιάζει και τη συνεχή ροή των πραγμάτων, την αλλαγή αλλά και την εξέλιξη. Όλα τα όντα στη φύση παρουσιάζονται να έχουν μέσα τους την αρχή της κίνησης, υπό την έννοια ότι διαθέτουν μια δυνητικότητα να πάρουν μέρος δε διεργασίες αλλαγής χώρου, αύξησης, μαρασμού, ποιοτικής αλλοίωσης. Κίνηση είναι κάθε μετάβαση από τη μορφή στην ύλη.
Στη δουλειά της Σύλβιας Λαϊνά, αφηρημένα αφηγηματικά στιγμιότυπα συνθέτουν την προσέγγιση μου στην προσπάθεια αποτύπωσης της κίνησης. Παιχνίδια με το πλαίσιο, το κενό, τη ροή. Κίνηση περιορισμένη σε μικρά πλαίσια αλλά και ενεργή στην απόλυτη ελευθερία. Εξετάζοντας μέσω των έργων την επαναντίληψη ως τη διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος συνεχώς επεξεργάζεται τις αλλαγές στη ζωή του, το πέρασμα του χρόνου, τη φθορά του ίδιου, των άλλων και των αντικειμένων γύρω του. Αλλά και των νέων προσώπων ή καταστάσεων που συναντά. Η διαδικασία λοιπόν αναγνώρισης και προσαρμογής στην καθημερινή εναλλαγή και πρόοδο.
Το ερευνητικό κομμάτι είτε στον τομέα των υλικών είτε στο θεωρητικό πλαίσιο ήταν και το πιο ενδιαφέρον. Η συλλογή πληροφοριών, ο πειραματισμός, η απόκτηση νέων γνώσεων και τέλος η υλοποίηση ενεργοποίησαν νέους δρόμους δημιουργίας.
Απομονώνοντας τις κύριες φόρμες και τα σημεία, μερικές γραμμές τοποθετημένες στη σωστή θέση μπορούν να αποδώσουν οπτικά μια δυναμική και μια ένταση αφήνοντας παράλληλα το θεατή να δημιουργήσει τη δική του εντύπωση και θεωρία. Εξάλλου, από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της τέχνης είναι οι πολλές διαφορετικές ερμηνείες, οι διαφορετικές οπτικές και ο διχασμός που προκαλεί.
Οι μυστήριες συζητήσεις χωρίς απαραίτητα κάποια κατάληξη ή κάποιο συμπέρασμα. Ίσως και να μη χρειάζεται. Η εξέλιξη έρχεται με τη γέννησης των ερωτημάτων και των αφορμών. Έτσι έχει δείξει η ιστορία, η ιστορία συνεχίζεται και εκφράζεται μέσω της τέχνης. Όπως έχει πει ο Κωνσταντίνος Καβάφης «Και τι άλλο είναι η τέχνη παρά λεπτομέρειες».
Μια σειρά από πορτρέτα και θέματα από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην κοινωνία , καταγράφει στην πτυχιακή του έκθεση ο Χρήστος Μπλιούμης. Για την εργασία του αυτή ο καλλιτέχνης σημειώνει: «Σάββατο απόγευμα μέσα σε αστικό στην Οδό Λιοσίων. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω μόνο μάσκες. Μάσκες απάθειας. Τα συναισθήματα καλά κρυμμένα. Η κρίση έχει κάνει τη δουλειάς της καλά. Το πρώτο κλικ. Κοιτάζω γύρω μου στα αστικά παρατηρώ. Καταγράφω κινήσεις, μορφές… αρχίζει να σχηματίζεται μέσα μου η ιδέα.
Ανεβαίνοντας στα αστικά της Αθήνας, στην εποχή μας, στις μέρες της κρίσης παρατήρησα τους ανθρώπους και είδα να φορούν όλοι μια μάσκα.
Θέλησα λοιπόν να ζωγραφίσω τα συναισθήματα τους και έτσι προέκυψε η ιδέα των πορτρέτων αυτών. Η γραφή μου βγήκε αυθόρμητα βλέποντας την κάθε φωτογραφία. Οι καλλιτέχνες τους οποίους μελέτησα και με επηρέασαν είναι ο Βασίλι Καντίνσκι και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Οπότε αναμενόμενο ήταν η συνομιλία με αυτούς».
Δεν θέλει να σκοτώσει το δικό της Όμηρο η Ευγενία Νόση. Έτσι με ευλάβεια και αγάπη αφήνεται στις αναμνήσεις της και δημιουργεί το νέο δικό της κόσμο. Ένα κόσμο μνήμης με ρίζες και αφετηρίες.
«Θυμάμαι τη γιαγιά και τη μητέρα μου να πιάνουν την άκρη του νήματος και να το μετουσιώνουν στα μάτια μου μπροστά. Να το δουλεύουν με γέλια και με θαυμασμό να κοιτάνε τα δημιουργήματα τους… Θυμάμαι τον πατέρα και το θείο στο εργαστήριο τους, με τα ταναλάκια και τους κόφτες να λυγίζουν τα μέταλλα, να τα πλάθουν και να τους δίνουν νόημα, σχήμα και ζωή. Θυμάμαι και μένα, μικρό κοριτσάκι να πιάνω το μολύβι και τα σχέδια και να βγαίνουν αλλόκοτα, άλλοτε γεωμετρικά, άλλοτε πιο ελεύθερα, με προεκτάσεις κι όλα μαζί να γυρίζουν, να στροβιλίζονται».
Πλεχτά, μικρά ζωγραφικά, αγγελάκια κι άλλες αιωρούμενες μορφές κι ένας συρμάτινος σκελετός ντυμένος με ύφασμα και ράμματα μας υποδέχονται στην έκθεση της σε μια από τις αίθουσες της Σχολής καλών τεχνών της Φλώρινας.
Η Ευγενία στα θερινά εργαστήρια της Αιανής Κοζάνης ήρθε σε επαφή και μελέτησε τα σχέδια από τη ζωγραφική των αγγείων.
«Εκεί ένιωσα τη σύνδεση και τη σχέση με τα σχέδια που έκανα από παιδί. Όλα αυτά τα σήματα υπάρχουν γύρω μας παντού, στις προσόψεις των σπιτιών, στα κεντίδια και τα υφαντά της λαϊκής τέχνης στη φύση. Ακόμα, βρήκα στοιχεία και επηρεάστηκα στη ζωγραφική αποτύπωση από το Βασίλι Καντίνσκικαι το έργο του του «Κίτρινο κόκκινο μπλε» της συνθέσεις του Πωλ Κλέε, αλλά και του Αλέξη Ακριθάκη. Έτσι αυτά τα γεωμετρικά μοτίβα ξαναεμφανίστηκαν μπροστά μου παίρνοντας όμως άλλη μορφή και υπόσταση. Σχήματα γεωμετρικά σε συνθέσεις με στοιχεία από τη φύση σε έντονα χρώματα και με αντιθέσεις και συνομιλίες μεταξύ βασικών και συμπληρωματικών χρωμάτων.
Με αφορμή την έκθεση «Έρωτες και άλλα Φτερωτά» δημιουργήθηκαν οι μικρές αιωρούμενες φιγούρες με σύρμα για σκελετό, και χαρτί. Η συνέχεια αυτών ήταν μια παραλλαγή με ύφασμα και κέντημα στα φτερά. Στην αναζήτησή μου θέλησα να αλλάξω το μέγεθος του κι αυτά τα μικρά αγγελάκια να γίνουν «Η Ψυχή και ο Έρωτας». Εδώ οι μορφές γίνονται σε φυσικό μέγεθος με έναν πιο γερό συρμάτινο σκελετό. Το ύφασμα ράβεται πάνω του κομμάτι – κομμάτι άλλοτε σαν μπάλωμα άλλοτε σαν ένωση και άλλοτε σαν ράμμα. Τα σχέδια αυτά όμως πάλι μ’ ακολουθούν και μαζί μ’ αυτά και ο μύθος της αράχνης.
Κι εγώ σαν μια σύγχρονη Αράχνη πιάνω το νήμα το σύρμα τη μακριά ατέλειωτη γραμμή και δημιουργώ μ’ αυτήν τα σχέδια που μες παιδεύουν από τότε».
Ο διασυρμός δεκαέξι οροθετικών γυναικών πριν από μερικά χρόνια, γέννησε προβληματισμό και αγανάκτηση στην Παναγιώτα Περδικάρη. Η έκθεση της ευρηματική, εντυπωσιακή, με γυναίκες μοναχικές, καταπιεσμένες.
«Τα άκαμπτα όρια οδηγούν σε αποκλεισμό ερεθισμάτων, που μπορεί να προέλθουν από τη στενή επαφή με άλλα άτομα, και εν τέλει να οδηγήσουν σε μοναξιά. Η αντίθετη κατάσταση από την άλλη, προκαλεί στο άτομο σύγχυση και αποξένωση από το ‘’εγώ’’ του και τις προσωπικές του ανάγκες, καθώς επιτρέπει στον εαυτό του να γίνει ο απόλυτος δέκτης των προβλημάτων και των συναισθημάτων των γύρω του. Οι ανάγκες και τα ΄΄θέλω΄΄ των άλλων παίρνουν τη θέση των δικών του, με αποτέλεσμα το άτομο να ζει σε μια εξουθενωτική για τον ίδιο κατάσταση, με συμπτώματα εξαναγκασμού και τελειομανίας.
Ζώντας μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία, το γυναικείο φύλλο έχει υποστεί τη μεγαλύτερη καταπίεση, περιορισμό δικαιωμάτων και έκφρασης, τα οποία εντείνονται ανάλογα με άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά (λ.χ εθνικότητα, ηλικία, κοινωνικοοικονομική τάξη).
Η υποτίμηση της αξίας της ως οντότητα, η στέρηση δικαιώματος του λόγου για την κοινωνία αλλά και την ίδια της τη ζωή, η αντιμετώπιση της ως μηχανή αναπαραγωγής παιδιών αλλά και η στέρηση δικαιώματος επιλογής ερωτικού συντρόφου είναι μόνο λίγα από τα δεδομένα που ήταν υποχρεωμένη να έρχεται αντιμέτωπη στην καθημερινότητα της. Και δυστυχώς σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο αυτό δεν έχει αλλάξει μέχρι και σήμερα.
Ένα κοντινό, χωρικά και χρονικά, παράδειγμα είναι ο διασυρμός δεκαέξι γυναικών. Οι γυναίκες αυτές ήταν οροθετικές ιερόδουλες και ο λόγος που βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορημένου ήταν γιατί είχαν γίνει η αιτία εξάπλωσης του ιού σε κάποιους από τους πελάτες του οίκου ανοχής που εργάζονταν. Σε μια χώρα που βιώνει οικονομική κρίση, σε μια περίοδο που καινούργια νομοσχέδια κατακερματίζουν την καθημερινότητα των πολιτών μέρα με τη μέρα αυτό που χρειάζονταν τα ΜΜΕ ήταν ένα αποδιοπομπαίο τράγο. Ένα κυνήγι μαγισσών στον 21ο αιώνα.
Αφοπλιστικά ειλικρινής ο Νικόλας Πολυχρονόπουλος παρουσιάζει σε κόμικ το χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ανθός του γιαλού». Μια ολοκληρωμένη δουλειά ενός νέου καλλιτέχνη που «συνάντησε» τον Παπαδιαμάντη εντελώς τυχαία.
Ο Νικόλας είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα κόμικ με δική του ιστορία και κείμενο. Δεν ικανοποίησε όμως τον καθηγητή του καθώς βρήκε κάπως αδύνατο το κείμενο. Ο καθηγητής του πρότεινε να στραφεί σε κάποιο λογοτεχνικό κείμενο να το διασκευάσει και να το προσαρμόσει σε κόμικ. Επέμενε στο κόμικ «…διότι με εκφράζει, προς το παρόν τουλάχιστον, καλύτερα από τα άλλα είδη ζωγραφικής απεικόνισης».
Κάποια μέρα φεύγοντας από το εργαστήριο κι ενώ έξω χιόνιζε – τι σπάνιο για τη Φλώρινα!- ο καθηγητής του είπε «…με τόσο χιόνι θα γίνω σαν κάτι (ακριβώς δεν θυμάμαι τι είπε) του Παπαδιαμάντη. Με αφορμή αυτό το αστείο ο καθηγητής μου εξήγησε πως μπορώ, αν θέλω, να επιλέξω και τον Παπαδιαμάντη σαν συγγραφέα για το έργο της πτυχιακής μου. Το βρήκα πολύ καλή ιδέα, μιας και ο Παπαδιαμάντης είναι υπέροχος συγγραφέας. Επέλεξα το διήγημα «Ανθός του γιαλού» διότι είναι πανέμορφο, ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό σε έκταση».
Όλο το κόμικ δημιουργήθηκε με ψηφιακή γραφίδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, καθώς αυτή την περίοδο ζωγραφίζει ψηφιακά. «Ίσως δεν είναι και το καλύτερο, βέβαια, μιας και ο παραδοσιακός τρόπος ζωγραφικής είναι ο κατάλληλος για να συνεχίζουμε να μαθαίνουμε καινούργια πράγματα».
Ο Νικόλας Πολυχρονόπουλος παρόλο που μοιάζει να είναι «περαστικός» από το κόμικ έχει μια προσωπική γραφίδα. Οι επιρροές από το γιαπωνέζικο manga και κυρίως τη σχολή του Akira Toriyamaδεν επηρεάζουν το ήρεμο και ρομαντικό (λόγω θέματος) αποτέλεσμα.
Πρώτα το φως. Κι ύστερα οι μυρωδιές από τα καμένα λάδια των τρένων. Δυο αισθήσεις ενεργοποιούνται. Η μυρωδιά δημιουργεί ήδη τα πρώτα στοιχεία μνήμης. Το φως κεντρίζει την περιέργεια και μας καλεί σε εξερεύνηση.
Βρισκόμαστε στο θερμαντήριο τρένων του σιδηροδρομικού σταθμού Φλώρινας. Η Εμορφίλη Τσιμπλίδουπαρουσιάζει την πτυχιακή της έκθεση Corpus – Lumen – Forma.
Το φως καθορίζει το χαρακτήρα του χώρου και των συναισθηματικών μας αναζητήσεων. Το πράσινο φως που μοιάζει να αναδύεται από το κοίλο του δαπέδου λειτουργεί λυτρωτικά. Στο μαύρο και σκοτεινό του βιομηχανικού χώρου η εγκατάσταση της Εμορφίλης λειτουργεί προκλητικά αισιόδοξα. Είναι φωτεινή και πε-φωτισμένη.
«Από τη Νύχτα και τη σιωπή έγινε το Χάος, από το Χάος και τη Νύχτα ο Έρως και από τον Έρωτα το Φως και από το Φως η πρώτη γέννα των Θεών», Αντιφάνης.
Οι ίδιες γραμμές δημιουργούν την αίσθηση ενός έντονου ενεργειακού πεδίου.
Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει το φως, όμως μέσα από το φως βλέπει τα πάντα: τα χρώματα, τα υπέροχα δημιουργήματα της πλάσης, τα αντικείμενα, την κίνηση τους. Βλέπει τους εφιάλτες και όλα αυτά που τον ενοχλούν και τον τρομάζουν.
Υπάρχουμε γιατί υπάρχει το φως.
Και η τέχνη υπάρχει γιατί υπάρχει το φως. Οι εικαστικοί καλλιτέχνες χρησιμοποιώντας το φως αναπαριστούν μορφές, όγκους και φόρμες. Θυμάμαι την αυτοπροσωπογραφία του Γκόγια με τις βάσεις των κεριών στο καπέλο για να ζωγραφίζει τις νύχτες με το ελάχιστο φως των κεριών.
Η Εμορφίλη Τσιμπλίδου «πήρε» το φως, το «μετέφερε» σ’ ένα χώρο όπου πολύ ώριμα προσπάθησε να αποδείξει ότι όλα είναι φως.
Ένα μουσικό κουτί υποδέχεται τους επισκέπτες στην έκθεση της Μαρίας Φλωριάν Φλωριανού. Μουσικό κουτί που καλύπτει το μεγαλύτερο χώρο στην αίθουσα του παλιού κτηρίου του συλλόγου νηπιαγωγών. Στο πάτωμα γύρω από το μεγάλο μουσικό κουτί μιντέρια έτοιμα να φιλοξενήσουν τα πιτσιρίκια για να απολαύουν τη μαγεία των παραμυθιών που έχει σχεδιάσει η νεαρή καλλιτέχνιδα.
«Τα παραμύθια λένε, είναι για λίγους, μόνο για όσους έχουν πίστη στην καρδιά. Για όσους δε φοβούνται να αντικρύσουν την αλήθεια, για όσους μπορούν να αγαπούν πραγματικά. Ξέρουν πως μάγισσες πετούν εκεί ψηλά, στις μαργαρίτες κρύβονται νεράιδες, εκείνοι ξέρουν να μιλούν με τα πουλιά και να τραγουδούν με των αστεριών τις χάρες.
Έλα μαζί μου θα σου δείξω τη μαγεία, και άμα θέλεις θα σου πω ψιθυριστά, το μυστικό που θα σε κάνει να πετάξεις, με τις νεραΐδες και τα αστέρια αγκαλιά. Τα παραμύθια που γνωρίζεις, όλα είναι αληθινά, και θα σε συντροφεύουν πάντα, με τραγούδια μαγικά».
Η Μαρία ασχολείται με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Ήδη κυκλοφορεί με ζωγραφιές της «Η νευρική Βιολέτα και ο μαγικός καθρέφτης» ενώ από τις εκδόσεις Φυλάτος είν αι υπό έκδοση άλλα τρία βιβλία της: «Ο καλός μας κύριος ύπνος που χάθηκε», «Όνειρα χαράς και λύπης», «Raju, ο ελέφαντας που δάκρυσε».
Επηρεασμένος από την τεχνική του graffiti, ο Θεσσαλονικιός καλλιτέχνης. Όπως υποστηρίζει στο graffiti μπορεί να χρησιμοποιούμε μια σύγχρονη ορολογία, αλλά η συνήθεια είναι προϊστορική.
«Ο άνθρωπος από τις πρώτες του μέρες προσπάθησε να αποτυπώσει στιγμιότυπα από το περιβάλλον του, πάνω στο ίδιο του το περιβάλλον –σπήλαια Λασκό και Αλταμίρα. Έτσι διάλεξα ως κύριο υλικό ανεξίτηλα μελάνια σε μαρκαδόρους, ένα υλικό που χρησιμοποιείται στις πόλεις για υπογραφές –tags. Αυτές οι υπογραφές δηλαδή, εκλαμβάνονται, ως μια κίνηση που καταγράφεται στις επιφάνειες των πόλεων ή μια καταστροφική ενέργεια που αψηφά τους νόμους και την περιουσία λόγω μίας αντίθετης προσέγγισης…
Η δημιουργία της σειράς ήταν μια καθαρά βιωματική διαδικασία για εμένα αφού τα έργα δημιουργούνταν και ολοκληρώνονταν παράλληλα. Η θεματολογία με αυτόν τον τρόπο προέρχεται από το ασυνείδητο και δεν είναι ξεκάθαρη σε όλα τα έργα παρόλο που υπάρχει μία κατεύθυνση για την υλοποίηση τους.
Σε κάποια έργα υπήρχε μια προσχεδιασμένη και στοχευμένη ιδέα όπως στην ελληνική σημαία από υπογραφές, στα περισσότερα όμως προχώρησα στον άμεσο σχεδιασμό του έργου ώστε μα μη χαθεί ο αυθορμητισμός του προσχεδίου και η κίνηση της γραμμής ακριβώς όπως συμβαίνει στο graffiti που όταν γίνεται σε παράνομες συνθήκες ο χρόνος είναι περιορισμένος ενώ το πρώτο σχέδιο θα δεχτεί ελάχιστες διορθώσεις…
Σημαντικό ρόλο στην παραγωγή του έργου έπαιξαν και σύγχρονα μουσικά κινήματα, τα οποία αφομοιώθηκαν στη σύνθεση π.χ το ηλεκτρονικό dub ένα είδος που ξεκίνησε από την Τζαμάικα. Τα βασικά του στοιχεία είναι η χρήση των εφέ ως μουσικά όργανα και τα δείγματα από άλλα κομμάτια μουσικής ενώ παράλληλα είναι πολύ αργό και βαθύ και δεν έχει φωνητικά. Ο συνδυασμός αυτό μας δίνει άπειρες παραλλαγές μέσα από την ανακύκλωση ενώ ο συνθέτης είναι περισσότερο τεχνίτης και λιγότερο μουσικός μέσα από μια ακαδημαϊκή σκοπιά των όρων. Άμεση εξέλιξη του είναι το dubstep, όπου προτιμώ τον αργό βιομηχανικό και φουτουριστικό του χαρακτήρα..».
Ένα ανθήβολο του Θήρσιου αποτέλεσε το ερέθισμα του Νικόλα Τόπακα για την πτυχιακή του έκθεση σε χώρο στο κέντρο της Φλώρινας. Το έργο του αγγίζει τη Ναζαρινή ζωγραφική και ο πειραματισμός του καλλιτέχνη με το είδος αυτό της αγιογραφίας ξεκίνησε από μια επίσκεψη του με τον καθηγητή του κ. Αβραμίδη στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο όπου είδε για πρώτη φορά την εικόνα «Φιλοξενία του Αβραάμ».
Με τη Ναζαρινή ζωγραφική πρωτοασχολήθηκε ο Λουδοβίκος Θήρσιος και τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος Φανέλλης. Ο αγιογράφος Φανέλλης υπήρξε ο εισηγητής του Ναζαρηνού κινήματος στην εκκλησιαστική ζωγραφική της Ελλάδος κατά τον 18ο αιώνα. Ακολουθώντας το νέο δυτικότροπο καλλιτεχνικό ρεύμα, δημιουργεί κυρίως φορητές εικόνες για τέμπλα νεοανεγερθέντων ναών μετά την Τουρκοκρατία, στο Αίγιο, στην Αθήνα, στην Άμφισσα, στο Γαλαξίδι, στην Κυπαρισσία κ.α.
«Το κίνημα των Ναζαρηνών οραματιζόταν τη «βελτίωση» της βυζαντινής τέχνης, παραμερίζει την αυγοτέμπερα και τη δισδιάστατη ζωγραφική της παράδοσης και εισάγει την τρισδιάστατη ελαιογραφία και τη φυσιοκρατική απόδοση των μορφών. Η ανθρωποκεντρική τέχνη της Δύσης αντικαθιστά την υπερβατική βυζαντινή τεχνοτροπία, μετατρέποντας την εικόνα σε θρησκευτική ζωγραφιά. Τα έργα των Ναζαρηνών προσπαθούν να προκαλέσουν στον πιστό συγκίνηση, συμπόνοια και συμπάθεια. Προσπαθώντας να διατυπώσουν το άρρητο και να το εικονίσουν, τοποθετούν το θείο, το ανείπωτο και το άπειρο στην ορθολογιστική και συναισθηματική σφαίρα του ανθρώπου μεταβάλλοντας την πίστη σε συναίσθημα. Τα πάντα μεταφέρονται πολύ κοντά στον άνθρωπο, και στις εικόνες επικρατούν οι νόμοι της βαρύτητας, πετυχαίνοντας την εκκοσμίκευση της αγιογραφίας».
Τη Φλώρινα, την πόλη που γεννήθηκε και τον εμπνέει, καταγράφει στο έργο του ο Κώστας Χρυσοχοΐδης. Τίτλος της έκθεσης: Η Φλώρινα με άλλες οπτικές. Στους περισσότερους πίνακες αποτυπώνεται η φύση, αλλά και τα παλαιά κτίρια νεοκλασικής και οθωμανικής αρχιτεκτονικής που κοσμούν τους δρόμους της πολιτείας και των γύρω χωριών. Ένα τέτοιο κτίσμα είναι άλλωστε και το παρόν, όπου εκτίθενται τα έργα.
Έμπνευση για τη δημιουργία των έργων αποτελούν οι πολλοί και σημαντικοί καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στην πόλη και την ύμνησαν μέσα από τα δημιουργήματα τους, όπως ο Κ. Λούστας, ο Δ. Καλαμάρας, οΣ. Κούλης, ο Θ. Λυλώσης, ο Ε. Ταμουτσέλης κ.α.
Η έκθεση αποτελείται από 18 πίνακες φτιαγμένους από λάδι, λιωμένο κερί (εγκαυστική) και πλαστικό. Παρουσιάζονται πέντε απεικονίσεις κτιρίων, δώδεκα τοπία και μια αυτοπροσωπογραφία. Εκτός από τους πίνακες παρουσίασε ακουαρέλες και ένα σκετσμπουκ με σχέδια διατηρητέων κτηρίων της Φλώρινας.
Σε ένα χώρο με προφανή θρησκευτική αύρα, ακριβώς κάτω από το Ιερόν του μητροπολιτικού ναού, όΗλίας Ράμμος παρουσίασε την έκθεση του. Η πρόθεση του καλλιτέχνη να δημιουργήσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα προβάλλοντας τα επτά έργα του επιτεύχθηκε.
Υπάρχουν επτά χειρόγραφα στο χώρο. Κάθε χειρόγραφο έχει πάνω του δύο παραστάσεις οι οποίες καταγράφηκαν από μία συνέντευξη με την αδελφή του παππού μου η οποία θυμόταν όλες τις ιστορίες των προγόνων μας.
Κάτω από κάθε παράσταση υπάρχουν δεκαπέντε δίστιχα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που ουσιαστικά είναι η συνέντευξη υλοποιημένη σε έμμετρη απόδοση.
Η επιρροή όλου του έργου ακουμπά σε βυζαντινά χειρόγραφα όπως και το επίτιτλο καθαρά από βυζαντινή διακοσμητική, φέροντας στη μέση ένα σύμβολο φερμένο από την ιστορία. Στο πρώτο υπάρχει ένα βιβλίο με το γράμμα «Ρ» το οποίο από το επίθετο μου «Ράμμος» και το γενεαλογικό μου δένδρο. Η ιστορία της οικογένειας ήταν συναρπαστική με τη φτώχεια, τους πολέμους,
Πιστεύω ότι όλος ο χώρος μαζί με τα έργα είναι ένα σύμπλεγμα. Γιατί είναι κάτω από το Ιερόν του ναού και γιατί αυτή η έκθεση λειτουργεί σαν ένα μνημόσυνο.
ΟΙ στίχοι είναι γραμμένη με γραφή του 9ου αιώνα, την πρώτη μικρογράμματη γραφή και τονισμένη σε πολυτονικό σύστημα με τους αρχαίους κανόνες. Η γραφή αυτή τυποποιήθηκε από τον Άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη στη Μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως. Τα αρχιγράμματα και τα διακοσμητικά είναι δικά μου με τις σχετικές επιρροές.
Άγιοι μπορεί να είναι όλοι. Πάνω από τους ανθρώπους της οικογένειας. Δεν αγιοποίησε ανέδειξε τους ανθρώπους.
Ατμόσφαιρα λαϊκή παράδοση. Επιρροές που είχα.
Πατέρας τελάρα, ηλεκτρονικά αδερφός.
Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς για την πολύτιμη βοήθεια τους και συμπαράσταση την Ειρήνη Πουλιάση, τον Γαβριήλ Φτελκόπουλο και τονΚυριάκο Βουρνά. Χώρια, που εκτός από τη βοήθεια, μού έδωσαν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να συνεργαστώ με νέους ανθρώπους και να «δανειστώ» ενέργεια και ζωντάνια.
Η Ειρήνη, ο Γαβριήλ και ο Κυριάκος μου έδωσαν επίσης την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι στη Φλώρινα οι σπουδαστές της σχολής Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών είναι και νιώθουν μια μεγάλη οικογένεια.
– Ευχαριστώ το Λάζαρο Τσολαρίδη για την ευγενική παραχώρηση του ευρηματικού κολάζ που κοσμεί το εξώφυλλο της έρευνας
*Να διευκρινίσω ότι η σειρά δημοσίευσης των καλλιτεχνών είναι εντελώς τυχαία.
Γ.Μ.Τ
© 2020 eetf.uowm.gr