Workshop: προσωπικό βίωμα / λογοτεχνικό πείραμα / εικαστικό πείραμα

Εργαστήριο Σχεδίου συντονισμός 2 workshop απο τον Δημήτρη Τανούδη | Τ.Ε.Ε.Τ. Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα, 16.10.14 

 

Κλασικά τεκμήρια αποτίμησης καλλιτεχνικού έργου

 

(1) ο δεσμός ενός έργου με προηγούμενα έργα,

τα οποία αποτέλεσαν κόμβους αισθητικής εξέλιξης,

διαμορφώνοντας εκείνο που καθιερώθηκε ως παράδοση:

 

είναι το έργο ένας νέος κόμβος αυτής της παράδοσης;

 

ανασυνθέτει το έργο παραδοσιακούς κόμβους στη δική του μοναδική σύλληψη, υλοποίηση, ύπαρξη;

 

εν τέλει: μίμηση ή ανακάλυψη σε σχέση με το παρελθόν;

*

(2) ο δεσμός ενός έργου με τα συγχρονικά έργα,

τα οποία συνδιαλέγονται και αλληλοεπηρεάζονται,

διαμορφώνοντας εξελισσόμενες αισθητικές αξίες:

 

είναι το έργο μέρος του αμφίδρομου παιχνιδιού μεταξύ καλλιτεχνών που δημιουργούν τώρα;

 

ανασυνθέτει το έργο συγχρονικές αισθητικές αξίες στη δική του μοναδική σύλληψη, υλοποίηση, ύπαρξη;

 

εν τέλει: ενέργεια ή απουσία σε σχέση με το παρόν;

 

 Το διασωθέν τεκμήριο αποτίμησης

 

Βάλτερ Μπένγιαμιν [ Μονόδρομος, Μτφ. Ν. Ανδρικοπούλου, Εκδ. Άγρα, 2004 ]:

 

«Η δόμηση της ζωής βρίσκεται αυτή τη στιγμή πολύ περισσότερο κάτω από την εξουσία γεγονότων παρά πεποιθήσεων. Γεγονότων μάλιστα τέτοιων που ποτέ σχεδόν ώς τώρα και πουθενά δεν έχουν θεμελιώσει πεποιθήσεις. Με τις συνθήκες αυτές η αληθινή λογοτεχνική δραστηριότητα δεν μπορεί ν’ αξιώνει να διαδραματίζεται μέσα σε πλαίσιο λογοτεχνικό – έτσι εκφράζεται συνήθως η στειρότητά της. Αποτελεσματική λογοτεχνική έκφραση προκύπτει μόνο από την αυστηρή εναλλαγή πράξης και γραφής. […] Μόνον η άμεση αυτή γλώσσα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της στιγμής».

 

Όταν λοιπόν ζητάμε να αποτιμήσουμε ένα έργο σε μια ιστορική συνθήκη όπου τα γεγονότα προλαβαίνουν τις πεποιθήσεις, όπου τα γεγονότα πολλαπλασιάζονται αντιστρόφως ανάλογα με τις πεποιθήσεις για αυτά τα γεγονότα, η τέχνη, το ίδιο το γεγονός της τέχνης (η τέχνη ως γεγονός καθεαυτό), δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστο. Το αλλοτινό πλαίσιο αποτίμησης ενός έργου τέχνης (μέσω άντλησης από την παράδοση και μέσω συγχρονικής αλληλεπίδρασης) έχει διαρρηχθεί. Ο δεσμός τροφοδότησης ανάμεσα στην παράδοση και στον καλλιτέχνη, όπως και οι δεσμοί συνδιαλλαγής ανάμεσα στους καλλιτέχνες κατά τη συγχρονία, έχουν χαλαρώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αποτελούν πλέον σημεία αναφοράς, να μη γεννούν πια αισθητικές «αλήθειες»: σταθερές αισθητικές πεποιθήσεις, συγκριτικές αξίες, ποιοτικά κριτήρια: τεκμήρια σημαντικού και ασήμαντου).

 Το μοναδικό τεκμήριο αποτίμησης που διασώζεται σε μια τέτοια στιγμή είναι ο επαληθεύσιμος δεσμός ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα του καλλιτέχνη και στο έργο που αναπλάθει αυτό το βίωμα: η άμεση αυτή [βιωματικά αντλημένη] γλώσσα (Μπένγιαμιν).

Ένας διττά επαληθεύσιμος δεσμός: επαληθεύσιμος από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, εφόσον ο καλλιτέχνης μπορεί φυσικά να κρίνει αν το βίωμα που αναπλάθει στο έργο του είναι αυθεντικό (διότι το βίωμα αυτό, πριν απ’ όλα, συγκλονίζει ή όχι τον ίδιο τον καλλιτέχνη) και επαληθεύσιμος από τους δέκτες του έργου τέχνης – όχι μέσω σύγκρισης της βιογραφίας και του έργου: η επαλήθευση αυτή δεν είναι πραγματολογική αλλά καθαρά συναισθητική: αφουγκραζόμαστε ότι ένα έργο τέχνης προήλθε από πραγματικό βίωμα ακριβώς γιατί μας συγκλονίζει (και μας συγκλονίζει ακριβώς γιατί περιέχουμε ήδη την αγωνία κάθε πραγματικού βιώματος). [Παράδειγμα: «Η Μεταμόρφωση», Φραντς Κάφκα. Το βίωμα της αποξένωσης του ήρωα από το οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό, συλλήβδην κοινωνικό περιβάλλον είναι το στοιχείο που μας συγκλονίζει διαβάζοντας για τη μεταμόρφωση του Γκρέγκορ Σάμσα σε κατσαρίδα – συναισθητικά, χωρίς να γνωρίζουμε τη βιογραφία του ίδιου του Κάφκα, απλώς και μόνον γιατί οι ίδιοι φέρουμε μέσα μας το προσωπικό βίωμα αυτής της αποξένωσης].Τροφοδοτήθηκε λοιπόν το έργο από ένα πραγματικό βίωμα;* αποτελεί το έργο μια έντεχνη ανάπλαση του βιώματος; εν τέλει: γίνεται προσωπικό βίωμα και προσωπικό έργο το ίδιο ακριβώς πράγμα μέσω καλλιτεχνικής ανάπλασης;

Εδώ βρίσκεται το μόνο εναπομένον τεκμήριο αποτίμησης ενός καλλιτεχνικού έργου σήμερα – σήμερα: όταν τα σημεία αναφοράς της προϋπάρχουσας παράδοσης και του συγχρονικού παιχνιδιού τείνουν να απονεκρωθούν.

 Υποσημείωση: *Με τη λέξη «βίωμα» εννοείται το «βίωμα-αφορμή»: αυτό που ενοποιεί και συμπυκνώνει τα ομοιογενή βιώματα. Μέσα σε τούτο το βίωμα υπάρχουν όλα τα καταγωγικά βιώματα του εαυτού του. Ωστόσο, το συγκεκριμένο βίωμα είναι που προεξέχει στη συνείδηση του καλλιτέχνη (στη μνήμη, στο υποσυνείδητο) και γίνεται έτσι το «βίωμα-αφορμή» από το οποίο θα εκκινήσει η καλλιτεχνική δημιουργία.

[Παράδειγμα: το βίωμα από το οποίο πυροδοτήθηκε το λογοτεχνικό κείμενο που θα χρησιμοποιήσουμε σήμερα ως υπόδειγμα της άσκησης, ήταν η προβολή μιας γυναικείας μορφής σε έναν κλειστό και σκοτεινό χώρο, ο οποίος θύμιζε σπηλιά. Βλέποντας αυτή την εικόνα, την προβολή της εικαστικά επεξεργασμένης γυναικείας μορφής (πρόκειται για την πτυχιακή εργασία του απόφοιτου της σχολής, Αστέρη Κανούση – Ιούνιος 2014), ενεργοποιήθηκε μέσα μου το βίωμα ενός σκοταδιού που έρχεται ύστερα από μια αγαπημένη, οικεία παρουσία. Εξ αφορμής αυτού του βιώματος, ξετυλίχθηκε μια αλυσίδα καταγωγικών βιωμάτων, η οποία ενδεχομένως να φτάνει στις πρώτες εμπειρίες του σκοταδιού, ίσως και στη βρεφική ηλικία, στη φευγαλέα αλλά καθοριστική αυτή –πρώτη– εγκατάλειψη από τη μητέρα σ’ ένα άγνωστο περιμετρικό σκοτάδι. Από εκεί μέχρι την εικαστική εικόνα του Ιουνίου, μεσολάβησαν αμέτρητα συναφή βιώματα: αμέτρητα βίαια σκοτάδια, τα οποία έπονταν μιας γνώριμης φωτεινής παρουσίας. Αλλά ήταν ακριβώς εκείνη η εικόνα που αποτέλεσε το προεξέχον βίωμα: το βίωμα που έδωσε την αφορμή για την εκκίνηση του λογοτεχνικού κειμένου που θα διαβάσουμε.

 

Ουρανός

ανέκδοτο μυθιστόρημα,

κεφάλαιο δεύτερο (απόσπασμα)

Δ. Τανούδης, 2014

***

 Δεν τον είχε ξυπνήσει το κρύο, σκεφτόταν αργότερα, ούτε η πείνα ούτε κάποιο φυσικό ρήγμα του ίδιου του ύπνου.

          Η πείνα και η δίψα φαίνονταν να έχουν ξεμακρύνει από το σώμα του και το όνειρο τον είχε ολόκληρο κλείσει σε μια θαλάμη που έμοιαζε με γλυκές αφηγήσεις, ατέλειωτα ψιθυριστά μουρμουρίσματα.

Ξύπνησε από μια ανάγκη που την είχε φέρει το φως, εκείνη τον τράβηξε έξω, σκεφτόταν αργότερα, μια ανάγκη που την κινούσε το φως, όπως ο άνεμος κινεί ένα φύλλο, χωρίς προορισμό και χωρίς ποτέ τίποτα να τελειώνει, σκεφτόταν καθώς έβγαινε από το δάσος, κατεβαίνοντας την πλαγιά, λίγα βήματα μακριά από τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, κατεβαίνοντας προς τους ανθρώπους, λίγα βήματα πιο κοντά τους. Ή ήταν αυτή μία σκέψη που έκανε ακόμα πιο μετά, ανεβαίνοντας την πλαγιά, μπαίνοντας στο δάσος, ανεβαίνοντας προς εκείνη, λίγα βήματα πιο κοντά της και πολλά μακριά από τους ανθρώπους. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα κομμάτια του χρόνου ενόσω όλα ανακινούνταν κι αυτός έψαχνε ένα σημείο απ’ όπου θα ξεκινούσε να της αφηγείται.

 

Η μόνη αρχή που συνέχιζε να έρχεται ήταν ο έρωτάς του για εκείνη, χωρίς όμως η αρχή αυτή να μένει ποτέ σταθερή.

 

Θυμόταν πως υπήρξε ένα χρόνος, ολόιδιος με το ξύπνημα, όπου ο έρωτας φαινόταν νεογέννητος, γεμάτος από το βίαιο αυτό αίσθημα ενός πράγματος που μόλις ξεπροβάλλει. Κι όσα ένιωσε τότε δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο, ούτε από το παρελθόν ούτε απ’ το μέλλον.

Τα βλέφαρά του είχαν για λίγο τρεμοπαίξει στο χτύπημα της φωτεινής ακτίνας, παραμένοντας όμως κάτω από την επιφάνεια του ύπνου, σαν ο ύπνος να έδινε μια μάχη, σαν να υπερασπιζόταν την ουσία του μέχρι εκεί που μπορούσε να το κάνει. Ύστερα, καθώς η ακτίνα περνούσε τις σήραγγες των ματιών και τρυπούσε προς τα μέσα, αυτή η τρεμάμενη αχλή δεν άλλαξε τίποτα από την εικόνα του ονείρου που έβλεπε εκείνος, παρά χωνεύτηκε μαζί της, έγινε ένα μ’ αυτήν, έτσι που το σκοτάδι και οι αναλαμπές σούρωσαν κινήσεις και σχήματα, ολοκάθαρα ξανά και ενωμένα, όπως στα μάτια ενός βρέφους που, ανοίγοντας για πρώτη φορά, χωρίζουν τους σκελετούς των πραγμάτων από τις σκιές τους αλλά μέσα στην ίδια στιγμή τα ενώνουν ξανά σε ένα πράγμα.

Άνοιξε τότε εντελώς τα μάτια και την είδε μπροστά του, απέναντι, τη γυναίκα του ονείρου.

Και την ερωτεύτηκε, χωρίς να σκεφτεί πως την είχε ήδη ερωτευτεί μέσα στο όνειρό του.

 

[…]

 

Τα πάντα συνέβαιναν και επέστρεφαν.

 Τα πάντα, σκέφτηκε, ξαναγύριζαν και συνέβαιναν καθώς τα μιλούσε στο διάστημα αυτό όπου ο χρόνος δεν ακολουθεί τη ροή του. Ή ίσως και να μην υπήρχε καθόλου, σκέφτηκε εκείνος και τότε το φως έσβησε, η μορφή της χάθηκε, όλα χάθηκαν στο σκοτάδι.

 Τι υπάρχει εκεί;

 Τι είναι χωρίς τη μορφή της;

 

Δεν μπορεί πουθενά να τη δει και τη νιώθει να φεύγει κι αυτό δεν είναι χρόνος ούτε τόπος παρά μόνο τρέμουλο, ένα σύγκορμο τρέμουλο.

Στο στόμα του βγήκε μια κραυγή και το κλάμα γεμίζει το πρόσωπο και τα χέρια του τρέμουν όπως όταν κανείς πιάνει ένα παγωμένο αντικείμενο από μέταλλο, αλλά το ρίγος αυτό έρχεται από μέσα, δεν γίνεται να το ελέγξει ούτε γίνεται να είναι κάποιος που θα μπορούσε να το ελέγξει, κάποιος που σκέφτεται μέσα σ’ αυτό, παρά μόνο μια κραυγή που σκέφτεται γι’ αυτόν, μια κραυγή που θυμίζει αυτόν και σκέφτεται όπως αυτός, φωνάζοντας κάτι πολύ αχνό, κάτι σαν μικρό νεύμα, πως θα έπρεπε να την είχε σώσει.

Θα έπρεπε, σκέφτηκε μες απ’ την κραυγή του, να παλέψει με αυτό που την πήρε, να είχε προλάβει να σταθεί ανάμεσα σε αυτό και σ’ εκείνη. Θα έπρεπε να είχε πολεμήσει μ’ αυτό, ακόμα κι αν ο ίδιος χανόταν από αυτό, αρκεί να έμενε εκείνη όπως όταν την έβλεπε μέσα στο όνειρο, πριν και μετά το όνειρο, έξω απ’ το ατέλειωτα μοναχικό σκοτάδι.

Και πρώτη φορά τότε, μες απ’ το κλάμα και το τρέμουλο, άκουσε δυο ενωμένους φθόγγους, τη φωνή του να γίνεται λέξη, μες απ’ το ουρλιαχτό, άκουσε τ’ όνομά της.

 

Καθόταν εκεί, τρέμοντας για ώρα στο σκοτάδι, φωνάζοντας ξανά το όνομα. Τη φώναζε και την καλούσε κι εκείνη δεν ερχόταν κι αυτός έμενε στο σκοτάδι όπως ένα σώμα που έχει διασκορπιστεί αλλά συνεχίζει να υπάρχει παντού, αιωρούμενο και ποτέ ενωμένο, ποτέ στο ίδιο μέρος.

Λαχάνιαζε και πάλευε να βρει αέρα, αναριγώντας μπροστά και χτυπώντας το κεφάλι προς τα πίσω, στο σκληρό κέλυφος της πέτρας, ακούγοντας κάθε ανάσα σαν νέο κίνημα του τρόμου.

 

Κι έκλεισε τότε τα μάτια του.

 

[…]

Αμέσως μόλις έφτιαξε την εικόνα της σπηλιάς, άνοιξε τα μάτια και είδε, μες απ’ το σκοτάδι, το περίγραμμα του χώρου που φαινόταν άγνωστος πριν, όταν εκείνη σκορπούσε ακτίνες στα τοιχώματα.

 

Σχημάτιζε τώρα τους όγκους ολόγυρά του, λες και τους έπλαθε από κράματα σκοτεινιάς, χαράζοντάς τους μ’ ένα σκούρο κατσαρό μελάνι που κυμάτιζε.

 

***

 Λογοτεχνικό πείραμα

 

Θεματική συνθήκη

 

Ένας άνθρωπος που ξυπνάει στο σκοτάδι

Ανακαλεί ασύνδετα κομμάτια του παρελθόντος

Καταλαβαίνει πως βρίσκεται σε μια σπηλιά

Δεν θυμάται γιατί βρέθηκε εκεί

Προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα του χώρου

Γνωρίζει ποια ήταν η τελευταία εικόνα του φωτός

 

Αφηγηματική συνθήκη

 

–      Ενιαία παράγραφος

 

–      Πρώτο πρόσωπο ή δεύτερο ή τρίτο ή μεικτό είδος

 

–      Πραγματολογία / Λογικοφάνεια

 

–      Διάσπαρτες κινήσεις προς το χάος

 

 

Εικαστικό πείραμα

 

 

Εντοπίζοντας το κεντρικό νόημα της παραγράφου

(π.χ. ο φόβος, η μοναξιά, η ανάγκη της απεύθυνσης σε κάποιο πρόσωπο, ο θυμός απέναντι στον εαυτό, το ένστικτο της απόδρασης, ο ορισμός του εγώ σε σχέση με τον χώρο, κτλ.)

μετατρέπουμε αυτό το νόημα σε ζωγραφικό σχέδιο ή σε άλλη εικαστική δημιουργία

στόχος μας είναι να αναπλάσουμε ένα προσωπικό βίωμα σε γραφή κι έπειτα να αναπλάσουμε εικαστικά αυτήν ακριβώς τη γραφή

 

 ***Επικοινωνία: dtanoudis@gmail.com

© 2020 eetf.uowm.gr