Το field των Πρεσπών ή η originalité του πεδίου (2)
Στα αρχικά μας κείμενα (το 2008), αναφέραμε ότι η Εικαστική Πορεία προς τις Πρέσπες, ήθελε να μετατρέψει την Περιοχή των Πρεσπών σε:
[…] ένα εργαστήριο ιδεών χωρίς σύνορα, σε ένα χώρο-πλαίσιο όπου νομαδικές διαδικασίες στην περιοχή θα σχηματίζουν εικαστικά, και όχι μόνον, έργα που θα αποτυπώνουν ενέργειες συνάντησης, ανταλλαγής, δημιουργίας. Οι Πρέσπες θα μετατραπούν σε ένα Μουσείο δίχως τοίχους που ως μοναδικούς τοίχους και όρια θα έχει τις προθέσεις των ανθρώπων.
Από τα δύο παραπάνω που αναφέραμε (εργαστήριο ιδεών και Μουσείο) σήμερα (2015) κρατάμε το πρώτο. Το Μουσείο έχει σχέση με άλλες λειτουργίες, που, όσο περνάν τα χρόνια, απομακρυνόμαστε από αυτές. Ακόμη και δίχως τοίχους ένα Μουσείο παραμένει Μουσείο Έχει μια κλειστότητα που το χαρακτηρίζει, χωρίς αυτή η κλειστότητα να είναι αναγκαστικά ένα αρνητικό στοιχείο. Η διαδικασία της Εικαστικής Πορείας έχει σχηματιστεί πλέον ως ένα Σχεσιακό Εργαστήριο Ιδεών όπου οι συναντήσεις και η νομαδική διαδικασία στην περιοχή δημιουργούν έργα, καινούργιες ιδέες, κείμενα. Η συμμετοχή μου ως μέρους της διαδικασίας δημιούργησε ιδέες και έργα τις οποίες καταγράφω στις επόμενες παραγράφους.
Όπου, συναντάμε τον Παπαλουκά
Το έργο του Παπαλουκά το χαρακτηρίζει μια σταδιακή διαδικασία κατανόησης των φορμαλιστικών στοιχείων της ζωγραφικής, μέσα από τη μελέτη της φύσης. Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρόχρονη, επίπονη και πέρασε από διάφορα στάδια. Η πιο σημαντική της ίσως στιγμή ήταν το 1948. Τότε ήταν που ο Παπαλουκάς, έφτασε με το έργο του σε μια περίοδο όπου το τοπίο συνάντησε το πεδίο. Η σειρά έργων με τοπία της Πάρου χαρακτηρίζονται από μια προσέγγιση του ελάχιστου, κάτι πρωτόγνωρο μέχρι τότε στην ελληνική τέχνη. Το τοπίο παύει να είναι για την ελληνική ζωγραφική μια απεικόνιση της φύσης αλλά ανακαλύπτονται σε αυτό, όπως έλεγε ο Παπαλουκάς, «όλες οι αξίες της ζωγραφικής». Η χρονιά δεν είναι τυχαία: το 1948 είναι η χρονιά που σχηματίζονται οριστικά τα πιο σημαντικά έργα της ζωγραφικής του αμερικάνικου εξπρεσιονισμού: είναι η χρονιά του Number 1 του Πόλλοκ, του No. 1 (Untitled) του Ρόθκο, του Onement I του Νιούμαν. Καλλιτέχνες διαφορετικής προέλευσης από τον Παπαλουκά, εργάζονται σε ένα μητροπολιτικό εκείνη την εποχή κέντρο, και διερευνούν παρόμοιες περιοχές. Και στα δύο παραδείγματα κυριαρχεί η προσέγγιση του ελάχιστου, η έρευνα για τις δυνατότητες της ίδιας της ζωγραφικής. Κυρίως όμως και οι δύο προσεγγίσεις μετασχηματίζουν την επιφάνεια, το πεδίο της ζωγραφική σε αίτιο. Η βασική διαφορά των δύο προσεγγίσεων είναι το μέγεθος: στον Παπαλουκά το μέγεθος δεν ξεπερνά τα τριάντα εκατοστά, αντίθετα με τα μεγάλα μεγέθη των Αμερικάνων ζωγράφων. Μια δεύτερη διαφορά είναι ότι στα έργα του Παπαλουκά, διατηρείται η αίσθηση του τοπίου∙ τα έργα του Παπαλουκά ποτέ δεν γίνονται έργα αφηρημένης ζωγραφικής. Παραμένουν ωστόσο αυτά τα έργα, το μόνο παράδειγμα στην Ελληνική Ζωγραφική, όπου ένας καλλιτέχνης δημιουργεί έργα ταυτόχρονα με τη διεθνή κατεύθυνση που είχε η πορεία της εικαστικής έρευνας εκείνη την περίοδο. Ο Παπαλουκάς έφτασε εκεί διότι κατάλαβε τη σημασία της αυτόνομης χρήσης των μορφοπλαστικών συστατικών της ζωγραφικής αλλά και της τέχνης ευρύτερα. Αν πρέπει να αναζητήσουμε έναν ερευνητή στην Ελληνική ζωγραφική, που ανέδειξε με το έργο του τη σημασία της επιφάνειας ως πεδίου, αυτός είναι ο Παπαλουκάς. Αυτό συνέβη όχι μόνο με τα τοπία του, αλλά και με το σύνολο του ύστερου έργου του μετά το 1940.
Πρέσπες
Όταν κάποιος βρίσκεται σε ένα χώρο που δεν του είναι οικείος, ενεργοποιούνται στο νου του σκέψεις για τις πρακτικές που ακολουθεί, για τις απόψεις που έχει, για τον τρόπο που προσλαμβάνει έννοιες και όρους της τέχνης.
Τέτοιος χώρος είναι και οι Πρέσπες. Οι Πρέσπες δεν είναι γνώριμες ή οικείες, όχι τόσο επειδή δεν τις είχα επισκεφθεί πριν το 2006. Οι Πρέσπες δεν είναι οικείες διότι ανατρέπουν τα σύγχρονα στερεότυπα ως προς το που μπορεί να δημιουργηθεί τέχνη, ειδικά στην Ελλάδα. Οι Πρέσπες βρίσκονται μακριά από εκείνο που καθορίζουμε ως κέντρο τέχνης, δηλαδή την Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη. Είναι μια περιοχή στην ύπαιθρο, χώρος που διαφοροποιείται από το αστικό πλαίσιο της ελληνικής τέχνης από το 1830 και μετά. Πρόκειται για μια περιοχή, που είναι απομονωμένη ακόμη κι από τα πλησιέστερα αστικά κέντρα, την Φλώρινα και την Καστοριά. Δεν υπάρχουν στις Πρέσπες τα μνημεία εκείνα του παρελθόντος πουν να δημιουργούν αιτίες ταξιδιού όπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα. Οι Πρέσπες ανατρέπουν την έννοια του ερείπιου, αφού τα ερείπια που συναντά κανείς, όπως και οι όποιοι οικισμοί, δεν είναι κάποιου απώτατου παρελθόντος αλλά απομεινάρια της σύγχρονης, μετά το 1900, ιστορίας. Οι Πρέσπες είναι ένας χώρος σύγχρονης αρχαιολογίας.
Τα ερωτήματα/θέματα που θέλησα να διερευνήσω, από τη στιγμή που αντίκρισα τις Πρέσπες, προέκυψαν από σκέψεις για την αντιστοιχία -αν υπάρχει- μεταξύ ερμηνείας της πραγματικότητας και αισθητικής προβολής. Προέρχομαι από αστικούς χώρους δουλειάς και διαμόρφωσα το έργο μου σε μεγάλες πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ντιτρόιτ, Σικάγο, Νέα Υόρκη. Μέχρι το 2007 η ύπαιθρος, δεν ήταν παρά ένας χώρος καλοκαιρινών διακοπών και κάποιων σποραδικών περίπατων. Ακόμη όπως και η έννοια του τοπίου, έστω και του αστικού τοπίου, δεν ήταν κάτι που με είχε απασχολήσει. Εργαζόμουν ως ένας καλλιτέχνης εργαστηρίου σε μια μεγαλούπολη. Η παρουσία μου στην Φλώρινα, και ειδικά η «ανακάλυψη» των Πρεσπών, άλλαξε ριζικά αυτή την προσέγγιση. Το τοπίο απέκτησε μια παρουσία πλέον διότι ήταν μια βιωμένη εμπειρία την οποία έπρεπε να αποδεχθώ, και να αντιμετωπίσω, για να μπορέσω να επιβιώσω ως καλλιτέχνης. Το τοπίο, αρχικά το τοπίο της υπαίθρου, κατόπιν το αστικό τοπίο και αργότερα οιοδήποτε τοπίο, μετασχηματίστηκε σε μια ουσιώδη περιοχή έρευνας της δουλειάς μου.
Ως αποτέλεσμα αυτών των σκέψεων, δύο είναι οι όροι που με απασχόλησαν, στην προσέγγιση της περιοχής των Πρεσπών και κατά τη διάρκεια της Εικαστικής Πορείας προς τις Πρέσπες: το πεδίο (field) και η έννοια της αυθεντικότητας.
Γιατί άραγε οι έννοιες πεδίο και αυθεντικότητα υπήρξαν εκείνες που θέλησα να διερευνήσω, ανάμεσα από όλες εκείνες που διαμορφώνουν τη σύγχρονη εικαστική πρακτική;
Το πεδίο
Το πεδίο έχει στη σύγχρονη εικαστική ορολογία το ιδιαίτερο νόημα που εισήγαγε ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός με τον όρο field. Ταυτόχρονα είναι και ο χρυσός κάμπος της βυζαντινής αγιογραφία. Ήταν και η καφέ/εξουδετερωμένη επιφάνεια των έργων στην Αναγέννηση και το Μπαρόκ. Θα μπορούσε να είναι και η άσπρη επιφάνεια του μουσαμά που ξεπροβάλει μέσα από τις πινελιές του Σεζάν.
Ταυτόχρονα το πεδίο είναι και η πεδιάδα, ο κάμπος ο ορίζοντας της φύσης. Ο όρος πεδίο είναι ένα όρος όπου η κυριολεξία συναντά την αισθητική ερμηνεία. Ο λόγος που το πεδίο αποτέλεσε ένα από τους δύο βασικούς άξονες σκέψης ήταν διότι στο πεδίο συγκεράζονται το ιδεατό (η αισθητική της τέχνης) με το πραγματικό (το καθαυτό τοπίο ως γεωγραφία). Αυτό το αντάμωμα δεν συμβαίνει συχνά στην πραγματικότητα όπου συχνά η μια παράμετρος υπερισχύει έναντι της άλλης. Σε κάποιες περιπτώσεις, μια ιδεαλιστική παράμετρος στερεί από την τέχνη από την επαφή με καταστάσεις της πραγματικότητας. Σε κάποιες άλλες, η επεξεργασία του πραγματικού απομακρύνει την τέχνη από την ερμηνεία της ως μέρους ιδεών και στοχασμών. Ο διττός ρόλος του πεδίου ως ενός πραγματικού και ταυτόχρονα αισθητικού όρου δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να συναντηθούν αυτές οι δύο παράμετροι.
Πως αντιμετωπίζεται λοιπόν το Πεδίο τώρα; Ποιο είναι το Πεδίο του 2015; Αυτό είναι ένα ερώτημα που επανέρχεται όταν κανείς αναζητά τον τρόπο που η τέχνη εναποθέτει νοήματα σήμερα. Το πεδίο έχει νόημα και υπόσταση μόνο εάν σχετιστεί με το σώμα, και καθοριστεί από αυτό. Όχι όπως το σώμα του καλλιτέχνη που αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα, αλλά το σώμα του καλλιτέχνη που εισέρχεται σε αυτήν. Μέσα στην πραγματικότητα, στις Πρέσπες στην περίπτωση της Εικαστικής Πορείας, το σώμα γίνεται ένα κοινωνός του πεδίου. Η νομαδικότητα και η συμμετοχικότητα ενδυναμώνουν και διευρύνουν τη διαδικασία έρευνας. Η κίνηση, η νομαδικότητα, μέσα στις Πρέσπες βοηθάει στην ανακάλυψη όλων εκείνων των παραμέτρων που σχηματίζουν την περιοχή.
Το παράδειγμα του Παπαλουκά μας διδάσκει πώς να αναγνωρίζουμε τα στοιχεία εκείνα της τέχνης που βρίσκονται πέρα από την επίφαση της εικόνας. Το τοπίο της Πρέσπας δεν είναι γραφικές εικόνες αλλά αφορμές για να διερευνήσουμε το πεδίο ως ένα σύγχρονο αίτημα στοχασμού. Το τοπίο της Πρέσπας προσδιορίζει το τι σημαίνει το σώμα και οι ενέργειές του, πως το σώμα σχηματίζει το πεδίο ή εάν, αντίστροφα, το πεδίο είναι εκείνο που προσδιορίζει το σώμα.
Όπου συναντούμε τον Αγγελόπουλο
Ο Αγγελόπουλος ανακάλυψε την Δυτική Μακεδονία και τις ιστορίες της, ως αφετηριακό χώρο στο έργο του. Η χειρονομία του Αγγελόπουλου υπήρξε η διερεύνηση της δυνατότητας να σχηματιστεί ένα έργο σε ένα μη-καταγεγραμμένο χώρο. Αυτή η προσέγγιση είναι, αντίστοιχα με την προσέγγιση του Παπαλουκά κάτι το ιδιαίτερο για την ελληνική τέχνη. Για τον Παπαλουκά το τοπίο (Άγιον Όρος, Αίγινα, Πήλιο, Μυτιλήνη) υπήρξε η οπτική αφορμή για να διερευνήσει το πεδίο. Ταυτόχρονα υπήρξε ο πρώτος (μαζί με τον Μαλέα) καλλιτέχνης του συστηματικά εξήλθε προς την ελληνική ενδοχώρα και αναζήτησε ερεθίσματα. Για τον Αγγελόπουλο η αντίστοιχη έξοδος έγινε προς την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας κυρίως. Για τον Αγγελόπουλο το τοπίο έγινε η αφορμή για να στοχαστεί πάνω σε θέματα όπως η πολιτιστική ταυτότητα, τα σύνορα, η μετανάστευση, η πολιτική ιστορία. Οι εικόνες του Αγγελόπουλου σχηματίζονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα, από όπου αναδύονται οι αφηγήσεις του. Το σινιάκι της περιοχής πηγαίνει τις ιστορίες του Αγγελόπουλου, αλλά και τους θεατές, πέρα από την αφήγηση του ιστορικού γεγονότος και τις κάνει στοχασμό για την ετερότητα, την ήττα, την ουτοπία, την απώλεια, την εξορία. Ο Αγγελόπουλος μας έδωσε τα εργαλεία εκείνα που μας επέτρεψαν να διαβάσουμε την ποιητική της περιοχής και να αναζητήσουμε, επικαιροποιόντας για τη γενιά μας, το έργο του και τις αναφορές του. Για τον Αγγελόπουλο η αυθεντικότητα της εικόνας είναι η αντιστοίχισή της με μια ιστορική αναφορά που να την μετασχηματίζει Εκείνο που συνδέει τους δύο καλλιτέχνες της εικόνας, τον Αγγελόπουλο και τον Παπαλουκά, είναι η ικανότητά τους να μετασχηματίζουν το εικονογραφικό του τοπίου σε αναγωγές εννοιών. Η ζωγραφική ύλη στον Παπαλουκά, και η αφήγηση στον Αγγελόπουλο αποτελούν το ενδιάμεσο για να αποτυπώσουν στοχασμούς σε αφηγήσεις που ξεπερνούν το προφανές της περιγραφικότητας. Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν τις άμεσες αναφορές μας για όσα διερευνήσαμε στην Εικαστική Πορεία.
Το τοπίο ως όχημα εξόδου
Το τοπίο έχει, με πολλούς τρόπους, διαμορφώσει σε διάφορες περιόδους την εικαστική πρόσληψη στην ιστορία της Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής. Μπορεί κανείς να αναφέρει η Ρώμη, το Ζιβερνί, την Ταϊτή, τη Νότιο Γαλλία, τη Μέση Ανατολή, τις Άλπεις. Διαφορετικές προσεγγίσεις αναζήτησαν τους χώρους εκείνους που θα επέτρεπαν να αναπτυχθούν ιδέες και εννοιολογικές προσεγγίσεις.
Οι Πρέσπες είναι ένα χώρος που αποτέλεσαν μέχρι τώρα το πεδίο έρευνας τόσο για όσα ήδη αναφέραμε αλλά και για όσα εκτέθηκαν στην έκθεση στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τα κεντρικά εργαλεία αυτής της έρευνας του τοπίου είναι η νομαδική διαδικασία, τα συμβάντα, τα αντικείμενα.
Η νομαδική διαδικασία ξεκινάει από το γεγονός ότι όλοι όσοι συμμετέχουμε –ή τουλάχιστον οι περισσότεροι- δεν προερχόμαστε από την περιοχή επομένως η ίδια η μετάβασή μας είναι μια διαδικασία νομαδισμού. Ταυτόχρονα επιλέξαμε όλες αυτές τις χρονιές να κινούμαστε σε διαφορετικούς χώρους των Πρεσπών, τις περισσότερες φορές στην ύπαιθρο μετατρέποντας την παρουσία μας στις Πρέσπες σε μια νομαδική αναζήτηση. Δασερή, Τρικλάριο, Περβάλι, Συμμαχική Οδός είναι μερικές από τις θέσεις που ανακαλύψαμε και αποτέλεσαν τους σταθμούς αυτής της περιήγησης.
Τα συμβάντα είναι οι απρόσμενες, τις περισσότερες φορές, συναντήσεις με γεγονότα και καταστάσεις που αποτελούν το εναρκτήριο ερέθισμα για περεταίρω προσδιορισμούς. Το αποφασιστικό συμβάν, όπως το ονομάσαμε, είναι εκείνο το γεγονός από τα εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, που συναντά κανείς που για κάποιο λόγο μετασχηματίζεται σε καθοριστικό για τη σκέψη του/ης. Η ιδιαιτερότητα, και ίσως το πιο ουσιαστικό μέρος της συλλογικότητας της διαδικασίας είναι ότι ο καθένας/μια που συμμετέχει αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα ίδια γεγονότα και τα αξιολογεί και τα ιεραρχεί με διαφορετικό τρόπο. Κάτι αντίστοιχο με ένα πίνακα του Μπρέγκελ, όπου το πεδίο του ζωγραφικού πίνακα γίνεται ένα πανόραμα συμβάντων, όπου το ιστορικό/θρησκευτικό/μυθολογικό γεγονός -Σταύρωση, Πτώση του Ίκαρου, Πορεία προς το Γολγοθά, Μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου-, δεν είναι παρά ένα ακόμη συμβάν, ανάμεσα στα χιλιάδες της καθημερινότητας που συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Στη διαδικασία της Εικαστικής Πορείας, η νομαδικότητα οδηγεί στην ανακάλυψη των αποφασιστικών συμβάντων και αυτά με τη σειρά τους στα αντικείμενα. Τα αντικείμενα συμπυκνώνουν την εμπειρία και όλα όσα η εμπειρία εκφράζει. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε τον τρίτο εικαστικό καλλιτέχνη που επηρέασε τη διαδικασία της Εικαστικής Πορείας: τον Ταρκόφσκι. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι είναι μια μόνιμη αναφορά στην Εικαστική Πορεία για πολλούς λόγους: για τη σημασία που δίνει στην εντοπιότητα, για τις αναφορές στην Τέχνη, για την προτεραιότητα που δίνει στο βίωμα, για την ανάδειξη της σημασίας του αντικειμένου. Ιδίως αυτό το τελευταίο υπήρξε καθοριστικό για την κατανόηση της μετάβασης από τον ευρύ ορίζοντα του τοπίου, στην εστίαση στο σημαίνον. Το αντικείμενο είτε πρόκειται για ένα φερμουάρ, είτε πρόκειται για μια λωρίδα, είτε για ένα κορμό κέδρου, γίνεται το σημείο εστίασης της ενεργειακής παρατήρησης.
Η Μελαγχολία των Πρεσπών
Κάθε τόπος προσδιορίζει τους νομάδες που τον διαβαίνουν. Θα έλεγε κανείς ότι η πρώτη καταγραφής της Μελαγχολίας των Πρεσπών, είναι το απόσπασμα από τα Επιφάνεια 1937 του Γιώργου Σεφέρη, που σύμφωνα με μια υπόθεση, έγραψε όταν ως πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά, ταξίδευε μεταξύ Κορυτσάς και Αθηνών μέσω Κρυσταλλοπηγής, Πισοδερίου, Φλώρινας και Πλατέως.
Κράτησα τη ζωή μου
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στη κορυφή τους• βραδιάζει.
Οι Πρέσπες ή η Πρέσπα είναι το μέρος όπου η Εικαστική Πορεία συνεχίζει να διερευνά το τοπίο με το νήμα που ξεκίνησε από τον Σεφέρη, συνέχισε με τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν και διαδραματίζονται στην περιοχή. Η νομαδική διερεύνηση των Πρεσπών εξακολουθεί να δίνει, ακόμη και σήμερα, αφορμές και δυνατότητες διαπραγμάτευσης για την θέση του ανθρώπου στα σύνορα, στα όρια, τελικά στην ίδια την Ιστορία.
Γιάννης Ζιώγας
© 2020 eetf.uowm.gr