τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν συλλογικὴ ταυτότητα εἶναι διαρκές. στὸν ἕλληνικὀ χῶρο, ἐκφράζεται μὲ μιὰ βαθειὰ ἀντίθεση καὶ ἕνα χάσμα μεταξὺ δύο βασικῶν πόλων. ἑνὸς ἐκσυγχονιστικοῦ καὶ ἑνὸς δεύτερου χαοτικὰ ἀπροσδιόριστου. αὐτὸς ὁ δεύτερος πόλος παραμένει ἀπροσδιόριστος ἐπειδὴ δὲν έχει νομιμοποιηθεῖ στὴν ἐπίσημη δημόσια διακύβευση, ἀλλὰ καὶ κυρίως γιατὶ μεταφέρει ἐντὸς του τῆν ἀρχέγονη δύναμη τῆς γήϊνης καί ἰστορικῆς πραγματικότητας. ἡ ἀναγνώρηση αῦτῆς τῆς πραγματικότητας καὶ ἡ ἐμπράγματη γνώση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν εὐθεῖα καὶ ἄμεση ἐνασχόληση μαζὶ της, δὲν εἶναι πιὰ ἀπλῶς μία ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ ὁ ἐρχόμενος καὶ ἀναδιόμενος λόγος “ἐκ τῶν λίθων”. τὸ ἀληθὲς, παύει νὰ εἶναι ζητούμενο καὶ γίνεται ὅλο καὶ ταχύτερα φῶς καθαρὸ. φῶς ἀνέσπερο.